συνεκδοχή: Difference between revisions
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synekdochi | |Transliteration C=synekdochi | ||
|Beta Code=sunekdoxh/ | |Beta Code=sunekdoxh/ | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[understanding one thing with another]]: hence in Rhet., [[synecdoche]], an indirect mode of expression, [[when the whole is put for a part]] or [[vice versa]], Quint.''Inst.''8.6.19, Aristid.Quint.2.9, Ps.-Plu.''Vit.Hom.''22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1012.png Seite 1012]] ἡ, eigtl. das Mitverstehen. – In der Rhetorik eine Art des Ausdrucks, wobei der eigentliche Begriff nur angedeutet, nicht wirklich ausgedrückt ist, bes. wenn ein | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1012.png Seite 1012]] ἡ, eigtl. das Mitverstehen. – In der Rhetorik eine Art des Ausdrucks, wobei der eigentliche Begriff nur angedeutet, nicht wirklich ausgedrückt ist, bes. wenn ein Teil für das Ganze oder umgekehrt das Ganze für einen Teil gesetzt ist, Quinctil. instit. 8, 6, 18. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεκδοχή:''' ἡ рит. синекдоха (употребление слова в ином по объему смысле, напр., οἱ Συρακόσιοι вм. ἡ τῶν Συρακοσίων [[στρατιά]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συνεκδέχομαι]]<br /><b>γραμμ.</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο [[είναι]] δυνατόν να χρησιμοποιείται: α) το ένα [[αντί]] του συνόλου που αποτελείται από ομοειδή και αντιστρόφως<br />β) το [[μέρος]] [[αντί]] του όλου και αντιστρόφως<br />γ) η ύλη [[αντί]] του αντικειμένου που κατασκευάζεται από αυτή και αντιστρόφως και δ) το όργανο [[αντί]] της ενέργειας που γίνεται ή παράγεται από αυτό και αντιστρόφως<br /><b>αρχ.</b><br />το να αντιλαμβάνεται [[κάποιος]] [[κάτι]] συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[συνεκδέχομαι]]<br /><b>γραμμ.</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο [[είναι]] δυνατόν να χρησιμοποιείται: α) το ένα [[αντί]] του συνόλου που αποτελείται από ομοειδή και αντιστρόφως<br />β) το [[μέρος]] [[αντί]] του όλου και αντιστρόφως<br />γ) η ύλη [[αντί]] του αντικειμένου που κατασκευάζεται από αυτή και αντιστρόφως και δ) το όργανο [[αντί]] της ενέργειας που γίνεται ή παράγεται από αυτό και αντιστρόφως<br /><b>αρχ.</b><br />το να αντιλαμβάνεται [[κάποιος]] [[κάτι]] συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:44, 10 April 2024
English (LSJ)
ἡ, understanding one thing with another: hence in Rhet., synecdoche, an indirect mode of expression, when the whole is put for a part or vice versa, Quint.Inst.8.6.19, Aristid.Quint.2.9, Ps.-Plu.Vit.Hom.22.
German (Pape)
[Seite 1012] ἡ, eigtl. das Mitverstehen. – In der Rhetorik eine Art des Ausdrucks, wobei der eigentliche Begriff nur angedeutet, nicht wirklich ausgedrückt ist, bes. wenn ein Teil für das Ganze oder umgekehrt das Ganze für einen Teil gesetzt ist, Quinctil. instit. 8, 6, 18.
Russian (Dvoretsky)
συνεκδοχή: ἡ рит. синекдоха (употребление слова в ином по объему смысле, напр., οἱ Συρακόσιοι вм. ἡ τῶν Συρακοσίων στρατιά).
Greek (Liddell-Scott)
συνεκδοχή: ἡ, τὸ ἐννοεῖν τι ὁμοῦ μετά τινος ἄλλου· ὅθεν ἐν τῇ Ρητορικῇ συνεκδοχὴ καλεῖται πλάγιος τρόπος ἐκφράσεως, καθ’ ὅν τὸ ὅλον τίθεται ἀντὶ τοῦ μέρους καὶ τἀνάπαλιν, Κυντιλ. Instt. 8. 6, 19, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 671, ἔνθα ἀριθμοῦνται 13 εἴδη συνεκδοχῶν.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συνεκδέχομαι
γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται: α) το ένα αντί του συνόλου που αποτελείται από ομοειδή και αντιστρόφως
β) το μέρος αντί του όλου και αντιστρόφως
γ) η ύλη αντί του αντικειμένου που κατασκευάζεται από αυτή και αντιστρόφως και δ) το όργανο αντί της ενέργειας που γίνεται ή παράγεται από αυτό και αντιστρόφως
αρχ.
το να αντιλαμβάνεται κάποιος κάτι συγχρόνως με κάποιον άλλο.