συνεκδέχομαι
English (LSJ)
A take on oneself a share of, (ὀργήν) Plu.2.482e; [ἡδονὴ] σ. τὸν κάμνοντα takes him over along with (the remedies), ib.662b.
II supply in thought a word or phrase in connection, Corn.ND17,30, S.E.P.1.200,202.
German (Pape)
[Seite 1012] (s. δέχομαι), mit od. zugleich aufnehmen, auffassen, auch übertr., = begreifen, Plut. de frat. am. 9 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
se rendre maître en même temps de, acc..
Étymologie: σύν, ἐκδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
συνεκδέχομαι:
1 принимать также на себя: σ., sc. ὀργήν τινος Plut. принимать на себя часть чьего-л. гнева;
2 одновременно овладевать, охватывать: (ἡ ἡδονὴ) συνεκδέχεται τὸν κάμνοντα Plut. приятная истома охватывает уставшего;
3 понимать, разуметь Sext.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκδέχομαι: ἀναδέχομαι ὁμοῦ, συναποδέχομαι, ὀργὴν Πλούτ. 2. 482Ε· ἡδονὴ σ. τὸν κάμνοντα, καταλαμβάνει αὐτὸν ὁλοκλήρως, αὐτόθι 662Β. ΙΙ. ἐννοῶ λέξιν τινὰ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 200, 202.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. αναλαμβάνω βάρος ή ευθύνη μαζί με κάποιον
2. ερμηνεύω, εξηγώ κάτι συσχετίζοντάς το με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκδέχομαι «δέχομαι, αναλαμβάνω»].