εὐρύνωτος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=εὐρύνωτος
|Full diacritics=εὐρῠ́νωτος
|Medium diacritics=εὐρύνωτος
|Medium diacritics=εὐρύνωτος
|Low diacritics=ευρύνωτος
|Low diacritics=ευρύνωτος

Latest revision as of 08:44, 15 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠ́νωτος Medium diacritics: εὐρύνωτος Low diacritics: ευρύνωτος Capitals: ΕΥΡΥΝΩΤΟΣ
Transliteration A: eurýnōtos Transliteration B: eurynōtos Transliteration C: evrynotos Beta Code: eu)ru/nwtos

English (LSJ)

[ῠ], εὐρύνωτον, broad-backed, φῶτες S.Aj.1251.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breitem Rücken, Soph. Ai. 1230.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large dos.
Étymologie: εὐρύς, νῶτος.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύνωτος: с широкой спиной, широкоплечий, т. е. крепкий, могучий (φῶτες Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύνωτος: -ον, ἔχων εὐρέα νῶτα, φῶτες Σοφ. Αἴ. 1251.

Greek Monolingual

εὐρύνωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευρέα νώτα, φαρδιές πλάτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νωτος (< νώτα), πρβλ. πλατύνωτος, υψηλόνωτος].

Greek Monotonic

εὐρύνωτος: -ον (νῶτον), αυτός που έχει εκτεταμένα νώτα, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὐρύ-νωτος, ον νῶτον
broad-backed, Soph.