περιαρτάω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periartao
|Transliteration C=periartao
|Beta Code=periarta/w
|Beta Code=periarta/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hang round]] or [[on]], <b class="b3">ἐρινὰ [ταῖς συκαῖς</b>] <span class="bibl">Poll.1.242</span>; χρυσὸν τοῖς δακτύλοις <span class="bibl">Max.Tyr.36.2</span>:—Pass., of persons, <b class="b3">πήραν περιηρτημένος</b> [[having]] it [[hung round one]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>2.105</span>; τὸ σύμβολον τῆς εὐγενείας -ηρτημένος τῷ ὑποδήματι <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VS</span>2.1.8</span>; of things, [[to be hung round]], τῷ τραχήλῳ <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>38</span>, cf. <span class="bibl">Poll.5.101</span>.</span>
|Definition=[[hang round]] or [[on]], <b class="b3">ἐρινὰ [ταῖς συκαῖς]</b> Poll.1.242; χρυσὸν τοῖς δακτύλοις Max.Tyr.36.2:—Pass., of persons, <b class="b3">πήραν περιηρτημένος</b> [[having]] it [[hung round one]], S.E.''M.''2.105; τὸ σύμβολον τῆς εὐγενείας περιηρτημένος τῷ ὑποδήματι Philostr.''VS''2.1.8; of things, to [[be hung round]], τῷ τραχήλῳ Plu.''Per.''38, cf. Poll.5.101.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0569.png Seite 569]] ringsumher anhängen, Plut. Pericl. 38.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0569.png Seite 569]] ringsumher anhängen, Plut. Pericl. 38.
}}
{{bailly
|btext=[[περιαρτῶ]] :<br />[[suspendre autour]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἀρτάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιαρτάω:''' [[привешивать кругом]], [[обвешивать]] (τι τῷ τραχήλῳ Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιαρτάω''': ἀναρτῶ ὁλόγυρα ἢ ἐπί τινος, ἐρινὰ ... ἃ περιαρτῶσι (νῦν προσαρτῶσι) ταῖς συκαῖς [[Πολυδ]]. Α΄, 242. - Παθ. ἐπὶ προσώπ., πήραν περιηρτημένος, ἔχων κρεμαμένην, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 105· ἀλλ’ ἐπὶ πραγμάτων κρέμαμαι ὁλόγυρα, τῷ τραχήλῳ Πλουτ. Περικλ. 38.
|lstext='''περιαρτάω''': ἀναρτῶ ὁλόγυρα ἢ ἐπί τινος, ἐρινὰ ... ἃ περιαρτῶσι (νῦν προσαρτῶσι) ταῖς συκαῖς Πολυδ. Α΄, 242. - Παθ. ἐπὶ προσώπ., πήραν περιηρτημένος, ἔχων κρεμαμένην, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 105· ἀλλ’ ἐπὶ πραγμάτων κρέμαμαι ὁλόγυρα, τῷ τραχήλῳ Πλουτ. Περικλ. 38.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />suspendre autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἀρτάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιαρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αναρτώ]] [[ολόγυρα]] ή πάνω σε [[κάτι]] — Παθ., είμαι κρεμασμένος [[ολόγυρα]] ή πάνω σε, με δοτ., είμαι αναρτημένος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''περιαρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αναρτώ]] [[ολόγυρα]] ή πάνω σε [[κάτι]] — Παθ., είμαι κρεμασμένος [[ολόγυρα]] ή πάνω σε, με δοτ., είμαι αναρτημένος, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιαρτάω:''' привешивать кругом, обвешивать (τι τῷ τραχήλῳ Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[hang]] [[round]] or on:—Pass. to be hung [[round]], c. dat., Plut.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[hang]] [[round]] or on:—Pass. to be hung [[round]], c. dat., Plut.
}}
}}

Latest revision as of 07:25, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαρτάω Medium diacritics: περιαρτάω Low diacritics: περιαρτάω Capitals: ΠΕΡΙΑΡΤΑΩ
Transliteration A: periartáō Transliteration B: periartaō Transliteration C: periartao Beta Code: periarta/w

English (LSJ)

hang round or on, ἐρινὰ [ταῖς συκαῖς] Poll.1.242; χρυσὸν τοῖς δακτύλοις Max.Tyr.36.2:—Pass., of persons, πήραν περιηρτημένος having it hung round one, S.E.M.2.105; τὸ σύμβολον τῆς εὐγενείας περιηρτημένος τῷ ὑποδήματι Philostr.VS2.1.8; of things, to be hung round, τῷ τραχήλῳ Plu.Per.38, cf. Poll.5.101.

German (Pape)

[Seite 569] ringsumher anhängen, Plut. Pericl. 38.

French (Bailly abrégé)

περιαρτῶ :
suspendre autour.
Étymologie: περί, ἀρτάω.

Russian (Dvoretsky)

περιαρτάω: привешивать кругом, обвешивать (τι τῷ τραχήλῳ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περιαρτάω: ἀναρτῶ ὁλόγυρα ἢ ἐπί τινος, ἐρινὰ ... ἃ περιαρτῶσι (νῦν προσαρτῶσι) ταῖς συκαῖς Πολυδ. Α΄, 242. - Παθ. ἐπὶ προσώπ., πήραν περιηρτημένος, ἔχων κρεμαμένην, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 105· ἀλλ’ ἐπὶ πραγμάτων κρέμαμαι ὁλόγυρα, τῷ τραχήλῳ Πλουτ. Περικλ. 38.

Greek Monotonic

περιαρτάω: μέλ. -ήσω, αναρτώ ολόγυρα ή πάνω σε κάτι — Παθ., είμαι κρεμασμένος ολόγυρα ή πάνω σε, με δοτ., είμαι αναρτημένος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to hang round or on:—Pass. to be hung round, c. dat., Plut.