ἀποίκιλος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[simple]], [[sin adorno]] ἡ ἀ. ἀληθείας ... στολή Ph.1.369, [[ἁπλοῦς]] ὁ στίχος ... καὶ ἀ. Sch.Er.<i>Il</i>.13.662, ἀ. παράδοσις Iambl.<i>VP</i> 103<br /><b class="num">•</b>[[homogéneo]] σῶμα ὁμοιομερές τι καὶ ἀ. Plot.6.7.13.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de manera simple]] ἡ φύσις ... δημιουργεῖ ἡρέμα τὰ πάντα ... καὶ ἀ. Vett.Val.343.36.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[simple]], [[sin adorno]] ἡ ἀ. ἀληθείας ... στολή Ph.1.369, [[ἁπλοῦς]] ὁ στίχος ... καὶ ἀ. Sch.Er.<i>Il</i>.13.662, ἀ. παράδοσις Iambl.<i>VP</i> 103<br /><b class="num">•</b>[[homogéneo]] σῶμα ὁμοιομερές τι καὶ ἀ. Plot.6.7.13.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀποικίλως]] = [[de manera simple]] ἡ φύσις ... δημιουργεῖ ἡρέμα τὰ πάντα ... καὶ ἀ. Vett.Val.343.36.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:42, 7 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποίκῐλος Medium diacritics: ἀποίκιλος Low diacritics: αποίκιλος Capitals: ΑΠΟΙΚΙΛΟΣ
Transliteration A: apoíkilos Transliteration B: apoikilos Transliteration C: apoikilos Beta Code: a)poi/kilos

English (LSJ)

ἀποίκιλον, unadorned, simple, ἀληθείας στολή Ph.1.369, al.; homogeneous, σῶμα ὁμοιομερὲς καὶ ἀ. Plot.6.7.13, cf. Iamb.VP23.103. Adv. ἀποικίλως Vett. Val.343.36.

Spanish (DGE)

-ον
1 simple, sin adorno ἡ ἀ. ἀληθείας ... στολή Ph.1.369, ἁπλοῦς ὁ στίχος ... καὶ ἀ. Sch.Er.Il.13.662, ἀ. παράδοσις Iambl.VP 103
homogéneo σῶμα ὁμοιομερές τι καὶ ἀ. Plot.6.7.13.
2 adv. ἀποικίλως = de manera simple ἡ φύσις ... δημιουργεῖ ἡρέμα τὰ πάντα ... καὶ ἀ. Vett.Val.343.36.

German (Pape)

[Seite 304] nicht bunt, einfach, Iambl.

Russian (Dvoretsky)

ἀποίκιλος: не разнообразный, однообразный (sc. στίχος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποίκῐλος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ποικιλίαν, μὴ κεκοσμημένος, Φίλων 1. 369 κτλ.

Greek Monolingual

ἀποίκιλος, -ον (AM) ποικίλος
αστόλιστος, αδιακόσμητος.