ολύμπιος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(28)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α ὀλύμπιος και ιων. τ. οὐλύμπιος, -ον) [[Όλυμπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο ή στους θεούς του Ολύμπου<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[προσωνυμία]] του [[Διός]] («[[Ζεὺς]] πατὴρ ὀλύμπιος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[επιβλητικότητα]], θεϊκή [[αταραξία]] και [[γαλήνη]], [[ουράνιος]], [[υπερκόσμιος]] («ολύμπιο ύφος»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ολύμπιο [[μέτωπο]]»<br /><b>ανατ.</b> [[μέτωπο]] με ανώμαλη [[ανάπτυξη]] το οποίο προεξέχει<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ.</b>) [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] του Περικλέους («ἐντεῡθεν ὀργῇ Περικλέης οὐλύμπιος ἤστραπτεν», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=-α, -ο (Α ὀλύμπιος και ιων. τ. οὐλύμπιος, -ον) [[Όλυμπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο ή στους θεούς του Ολύμπου<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[προσωνυμία]] του [[Διός]] («[[Ζεὺς]] πατὴρ ὀλύμπιος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[επιβλητικότητα]], θεϊκή [[αταραξία]] και [[γαλήνη]], [[ουράνιος]], [[υπερκόσμιος]] («ολύμπιο ύφος»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ολύμπιο [[μέτωπο]]»<br /><b>ανατ.</b> [[μέτωπο]] με ανώμαλη [[ανάπτυξη]] το οποίο προεξέχει<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ.</b>) [[κωμικός]] [[χαρακτηρισμός]] του Περικλέους («ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὐλύμπιος ἤστραπτεν», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{trml
|trtx====[[Olympian]]===
Bulgarian: олимпийски; Catalan: olímpic; Danish: olympisk; Finnish: olympolainen; French: [[olympien]]; Georgian: ოლიმპიური; German: [[olympisch]]; Greek: [[ολύμπιος]]; Ancient Greek: [[Ὀλύμπιος]]; Irish: Oilimpeach; Italian: [[olimpiaco]], [[olimpico]], [[olimpio]]; Latin: [[Olympius]]; Portuguese: [[olímpico]]; Romanian: olimpian; Russian: [[олимпийский]]; Spanish: [[olímpico]]; Swedish: olympisk
}}
}}

Latest revision as of 06:40, 25 June 2024

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀλύμπιος και ιων. τ. οὐλύμπιος, -ον) Όλυμπος
1. αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο ή στους θεούς του Ολύμπου
2. (το αρσ.) προσωνυμία του ΔιόςΖεὺς πατὴρ ὀλύμπιος», Σοφ.)
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που έχει επιβλητικότητα, θεϊκή αταραξία και γαλήνη, ουράνιος, υπερκόσμιος («ολύμπιο ύφος»)
2. φρ. «ολύμπιο μέτωπο»
ανατ. μέτωπο με ανώμαλη ανάπτυξη το οποίο προεξέχει
αρχ.
(το αρσ.) κωμικός χαρακτηρισμός του Περικλέους («ἐντεῦθεν ὀργῇ Περικλέης οὐλύμπιος ἤστραπτεν», Αριστοφ.).

Translations

Olympian

Bulgarian: олимпийски; Catalan: olímpic; Danish: olympisk; Finnish: olympolainen; French: olympien; Georgian: ოლიმპიური; German: olympisch; Greek: ολύμπιος; Ancient Greek: Ὀλύμπιος; Irish: Oilimpeach; Italian: olimpiaco, olimpico, olimpio; Latin: Olympius; Portuguese: olímpico; Romanian: olimpian; Russian: олимпийский; Spanish: olímpico; Swedish: olympisk