ἀπερυθριάω: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(3) |
mNo edit summary |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aperythriao | |Transliteration C=aperythriao | ||
|Beta Code=a)peruqria/w | |Beta Code=a)peruqria/w | ||
|Definition=<span class=" | |Definition=<span class="bld">A</span> to [[put away blushes]], to [[be past blushing]], Ar.''Nu.''1216; ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.782, cf. Plu.2.547b, Luc.''Jud. Voc.''8, Lib.''Decl.''15.43; πρὸς πάντας Jul.''Or.''6.196d. Adv. [[ἀπηρυθριακότως|ἀπηρυθριᾱκότως]], [[shamelessly]], Apollod.Com.13.10.<br><span class="bld">2</span> [[cease to be red]] or [[flushed]], Luc.''Lex.''4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> de pers. [[no ruborizarse]], [[perder la vergüenza]] κρεῖττον ... ἦν ... ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα mucho mejor era perder la vergüenza que crearme problemas</i> Ar.<i>Nu</i>.1216, cf. D.C.53.34.8, Aristaenet.2.5.45, op. ἐρυθριᾶν: ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.<i>Fr</i>.527, cf. Plu.2.547b, en part. c. τολμᾶν Luc.<i>Iud.Voc</i>.8, Lib.<i>Decl</i>.15.43, ἀ. ... πρὸς πάντας Iul.<i>Or</i>.9.196d<br /><b class="num">•</b>tard. c. inf. [[no avergonzarse de]] πῶς Λουκιανὸς ... ἀπηρυθρίασεν ... τὸν θεὸν βλασφημῆσαι Hippol.<i>Haer</i>.7.11.<br /><b class="num">2</b> de partes del cuerpo [[dejar de estar enrojecido]], [[desenrojecer]] [[δέομαι]] Ἀσκληπιάδου τινὸς ὀφθαλμοσόφου, ὃς ... ἀπερυθριᾶσαι ... ποιήσει τοὺς ὀφθαλμούς Luc.<i>Lex</i>.4. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht mehr erröthen, schamlos sein, Ar. Nubb. 1197 Luc. Iud. Voc. 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht mehr erröthen, schamlos sein, Ar. Nubb. 1197 Luc. Iud. Voc. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἀπερυθριῶ]] :<br /><i>ao.</i> ἀπηρυθρίασα, <i>pf.</i> ἀπηρυθρίακα;<br />[[ne plus rougir]], [[être impudent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐρυθριάω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπερυθριάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[терять красноту]]: ἀπερυθριᾶσαι ποιεῖν τοὺς ὀφθαλμούς Luc. излечить глаза от красноты;<br /><b class="num">2</b> [[терять способность краснеть]], [[становиться бесстыдным]] Arph., Men., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερυθριάω''': μέλλ. -άσω [ᾱσω]: - δὲν ἐρυθριῶ, ἀφίνω τὸ [[ἐρύθημα]] εἰς ἓν [[μέρος]], «ἀφίνω τὴν ἐντροπὴν εἰς ἕνα πλάγι», ἀλλὰ κρεῖτον ἦν εὐθὺς [[τότε]] ἀπερυθριᾶσαι [[μᾶλλον]] ἢ σχεῖν πράγματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1216· ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ’ οὐδεὶς ἔτι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 287. - Ἐπίρρ. ἀπηρυθριᾱκότως, ἀναισχύντως, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀπηρυθριασμένως Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[σπάδων]]: ἀπερυθριάστως Βυζ. 2) [[παύω]] νὰ εἶμαι [[ἐρυθρός]], ἐπὶ ὀφθαλμῶν, Λουκ. Λεξιφ. 4. | |lstext='''ἀπερυθριάω''': μέλλ. -άσω [ᾱσω]: - δὲν ἐρυθριῶ, ἀφίνω τὸ [[ἐρύθημα]] εἰς ἓν [[μέρος]], «ἀφίνω τὴν ἐντροπὴν εἰς ἕνα πλάγι», ἀλλὰ κρεῖτον ἦν εὐθὺς [[τότε]] ἀπερυθριᾶσαι [[μᾶλλον]] ἢ σχεῖν πράγματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1216· ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ’ οὐδεὶς ἔτι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 287. - Ἐπίρρ. ἀπηρυθριᾱκότως, ἀναισχύντως, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀπηρυθριασμένως Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[σπάδων]]: ἀπερυθριάστως Βυζ. 2) [[παύω]] νὰ εἶμαι [[ἐρυθρός]], ἐπὶ ὀφθαλμῶν, Λουκ. Λεξιφ. 4. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπερυθριάω:''' μέλ. -άσω [ᾱσω], [[παραμερίζω]] την [[ντροπή]], τη [[βάζω]] στην [[άκρη]], δεν [[κοκκινίζω]] από [[ντροπή]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀπερυθριάω:''' μέλ. -άσω [ᾱσω], [[παραμερίζω]] την [[ντροπή]], τη [[βάζω]] στην [[άκρη]], δεν [[κοκκινίζω]] από [[ντροπή]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to put [[away]] blushes, to be [[past]] [[blushing]], Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 26 June 2024
English (LSJ)
A to put away blushes, to be past blushing, Ar.Nu.1216; ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.782, cf. Plu.2.547b, Luc.Jud. Voc.8, Lib.Decl.15.43; πρὸς πάντας Jul.Or.6.196d. Adv. ἀπηρυθριᾱκότως, shamelessly, Apollod.Com.13.10.
2 cease to be red or flushed, Luc.Lex.4.
Spanish (DGE)
1 de pers. no ruborizarse, perder la vergüenza κρεῖττον ... ἦν ... ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα mucho mejor era perder la vergüenza que crearme problemas Ar.Nu.1216, cf. D.C.53.34.8, Aristaenet.2.5.45, op. ἐρυθριᾶν: ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.Fr.527, cf. Plu.2.547b, en part. c. τολμᾶν Luc.Iud.Voc.8, Lib.Decl.15.43, ἀ. ... πρὸς πάντας Iul.Or.9.196d
•tard. c. inf. no avergonzarse de πῶς Λουκιανὸς ... ἀπηρυθρίασεν ... τὸν θεὸν βλασφημῆσαι Hippol.Haer.7.11.
2 de partes del cuerpo dejar de estar enrojecido, desenrojecer δέομαι Ἀσκληπιάδου τινὸς ὀφθαλμοσόφου, ὃς ... ἀπερυθριᾶσαι ... ποιήσει τοὺς ὀφθαλμούς Luc.Lex.4.
German (Pape)
[Seite 288] nicht mehr erröthen, schamlos sein, Ar. Nubb. 1197 Luc. Iud. Voc. 8.
French (Bailly abrégé)
ἀπερυθριῶ :
ao. ἀπηρυθρίασα, pf. ἀπηρυθρίακα;
ne plus rougir, être impudent.
Étymologie: ἀπό, ἐρυθριάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερυθριάω:
1 терять красноту: ἀπερυθριᾶσαι ποιεῖν τοὺς ὀφθαλμούς Luc. излечить глаза от красноты;
2 терять способность краснеть, становиться бесстыдным Arph., Men., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερυθριάω: μέλλ. -άσω [ᾱσω]: - δὲν ἐρυθριῶ, ἀφίνω τὸ ἐρύθημα εἰς ἓν μέρος, «ἀφίνω τὴν ἐντροπὴν εἰς ἕνα πλάγι», ἀλλὰ κρεῖτον ἦν εὐθὺς τότε ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1216· ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ’ οὐδεὶς ἔτι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 287. - Ἐπίρρ. ἀπηρυθριᾱκότως, ἀναισχύντως, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀπηρυθριασμένως Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σπάδων: ἀπερυθριάστως Βυζ. 2) παύω νὰ εἶμαι ἐρυθρός, ἐπὶ ὀφθαλμῶν, Λουκ. Λεξιφ. 4.
Greek Monotonic
ἀπερυθριάω: μέλ. -άσω [ᾱσω], παραμερίζω την ντροπή, τη βάζω στην άκρη, δεν κοκκινίζω από ντροπή, σε Αριστοφ.