περιθαρσής: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(6_7) |
m (Text replacement - "muthig" to "mutig") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peritharsis | |Transliteration C=peritharsis | ||
|Beta Code=periqarsh/s | |Beta Code=periqarsh/s | ||
|Definition= | |Definition=περιθαρσές, [[very confident]], A.R.1.152,195. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] ές, sehr | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0576.png Seite 576]] ές, sehr mutig, περιθαρσέες ἀλκῇ, Ap. Rh. 1, 152. 195. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιθαρσής''': -ές, [[λίαν]] [[θαρραλέος]], [[εὐθαρσής]], ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 152, 195· - [[θαρσήεις]], εσσα, εν, Ἀπολλιν. Ψαλμ. σ. 223.· καὶ -θάρσῡνος, ον, [[αὐτόθι]] σ. 189. | |lstext='''περιθαρσής''': -ές, [[λίαν]] [[θαρραλέος]], [[εὐθαρσής]], ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 152, 195· - [[θαρσήεις]], εσσα, εν, Ἀπολλιν. Ψαλμ. σ. 223.· καὶ -θάρσῡνος, ον, [[αὐτόθι]] σ. 189. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αυτοπεποίθηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- -<i>θαρσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]]), [[πρβλ]]. [[ευθαρσής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:34, 28 June 2024
English (LSJ)
περιθαρσές, very confident, A.R.1.152,195.
German (Pape)
[Seite 576] ές, sehr mutig, περιθαρσέες ἀλκῇ, Ap. Rh. 1, 152. 195.
Greek (Liddell-Scott)
περιθαρσής: -ές, λίαν θαρραλέος, εὐθαρσής, ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 152, 195· - θαρσήεις, εσσα, εν, Ἀπολλιν. Ψαλμ. σ. 223.· καὶ -θάρσῡνος, ον, αὐτόθι σ. 189.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- -θαρσής (< θάρσος), πρβλ. ευθαρσής].