Μολοσσός: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
(6_5)
m (Text replacement - " αττιξ " to " ''Att.'' ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Molossos
|Transliteration B=Molossos
|Transliteration C=Molossos
|Transliteration C=Molossos
|Beta Code=*molosso/s
|Beta Code=*molosso/s
|Definition=Att. Μολοττός, όν, <span class="title">Molossian</span>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ὄργανον <span class="bibl">Simon.31</span>; γάπεδα <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>829</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.1.146</span>, al.:—fem. Μολοσσίς, Att. Μολοττίς, ίδος, <span class="bibl">Poll. 5.39</span>; <b class="b3">ἡ Μολοσσίς</b> (sc. <b class="b3">γῆ</b>) <span class="title">Molossia</span>, Plu.2.297b: also Μολοσσία, ἡ, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>7.38</span>; Μολοσσικός, Att. Μολοττικός, ή, όν, χεῖρες <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>795</span>; <b class="b3">κύων</b> M. a kind of wolf-dog used by shepherds, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>416</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">μολοσσός, ὁ</b>, in Metric, the foot, <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>17</span>, <span class="bibl">Heph.3.2</span>, <span class="bibl">11.2</span>.</span>
|Definition=Att. [[Μολοττός]], όν, [[Molossian]],<br><span class="bld">A</span> ὄργανον Simon.31; γάπεδα A.Pr.829, cf. [[Herodotus|Hdt.]]1.146, al.:—fem. [[Μολοσσίς]], Att. [[Μολοττίς]], ίδος, Poll. 5.39; ἡ Μολοσσίς (''[[sc.]]'' [[γῆ]]) [[Molossia]], Plu.2.297b: also [[Μολοσσία]], ἡ, Pi.N.7.38; [[Μολοσσικός]], Att. [[Μολοττικός]], ή, όν, χεῖρες S.Fr.795; [[κύων]] M. a kind of wolf-dog used by shepherds, Ar.Th.416.<br><span class="bld">II</span> [[μολοσσός]], [[]], in Metric, the foot, D.H. Comp.17, Heph.3.2, 11.2.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />du pays des Molosses ; οἱ Μολοσσοί les Molosses, <i>peuple de la Molossie</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''Μολοσσός:''' атт. [[Μολοττός]] 3 молосский (γῆς [[πέδα]] Aesch.): Μ. [[πούς]] молосская (стихотворная) стопа (‒‒‒).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Μολοσσός''': Ἀττ. -ττός, όν, ἀνήκων εἰς τὴν Μολοσσίαν, ὁ τῆς Μολοσσίας, Μολοσσικός, Σιμων. 38, Αἰσχύλ. Πρ. 829, Ἡρόδ. 1. 146, κ. ἀλλ.· ‒ θηλ. Μολοσσίς, Ἀττ. -ττίς, ίδος, [[Πολυδ]]. Εʹ, 39· ἡ Μολοσσὶς (ἐξυπ. γῆ) ἡ Μολοσσία, Πλούτ. 2. 297Β· οὕτω Μολοσσία, Πινδ. Ν. 7. 56, κτλ.· ‒ [[ὡσαύτως]] Μολοσσικός, Ἀττ. -ττικός, ή, όν, Σοφ. Ἀποσπ. 894· [[κύων]] Μ., [[εἶδος]] μεγάλου ἀγρίου καὶ λυκοειδοῦς κυνός, ὃν μετεχειρίζοντο οἱ ποιμένες, Ἀριστοφ. Θεσμ. 416. ΙΙ. μολοσσός, ὁ, ἐν τῇ προσῳδίᾳ, ποὺς ἐκ τῶν τριῶν μακρῶν συλλαβῶν, (‒ ‒ ‒), π.χ. [[ἠλώμην]], Ἡφαιστ. 11. 3.
|lstext='''Μολοσσός''': Ἀττ. -ττός, όν, ἀνήκων εἰς τὴν Μολοσσίαν, ὁ τῆς Μολοσσίας, Μολοσσικός, Σιμων. 38, Αἰσχύλ. Πρ. 829, Ἡρόδ. 1. 146, κ. ἀλλ.· ‒ θηλ. Μολοσσίς, Ἀττ. -ττίς, ίδος, Πολυδ. Εʹ, 39· ἡ Μολοσσὶς (ἐξυπ. γῆ) ἡ Μολοσσία, Πλούτ. 2. 297Β· οὕτω Μολοσσία, Πινδ. Ν. 7. 56, κτλ.· ‒ [[ὡσαύτως]] Μολοσσικός, Ἀττ. -ττικός, ή, όν, Σοφ. Ἀποσπ. 894· [[κύων]] Μ., [[εἶδος]] μεγάλου ἀγρίου καὶ λυκοειδοῦς κυνός, ὃν μετεχειρίζοντο οἱ ποιμένες, Ἀριστοφ. Θεσμ. 416. ΙΙ. μολοσσός, ὁ, ἐν τῇ προσῳδίᾳ, ποὺς ἐκ τῶν τριῶν μακρῶν συλλαβῶν, (‒ ‒ ‒), π.χ. [[ἠλώμην]], Ἡφαιστ. 11. 3.
}}
{{Slater
|sltr=[[Μολοσσός]] <br /><b>1</b> Molossian Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ' [[ὄργανον]] Μολοσσόν (“instrumentum, conveniens Molossicae ἐμμελείᾳ,” Casaubon, cf. Athenaeus, 629D) &#42;fr. 107. b2.&#42;
}}
{{lsm
|lsmtext='''Μολοσσός:''' Αττ. -ττός, -όν, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την [[περιοχή]] της Μολοσσίας, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· θηλ. [[Μολοσσία]] (ενν. <i>γῆ</i>), σε Πίνδ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of a people of Epirus (Hdt.).<br />Derivatives: [[Μολοσσία]], <b class="b3">-ίς</b> the land. [[μολοσσικός]] is used of a type of shepherd's dogs (Ar. Th. 416).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Unknown. Prob. Pre-Greek.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Μολοσσός]], ''Att.'' -ττός, όν<br />Molossian, Hdt., Aesch., etc.:—fem. [[Μολοσσία]], ( ''[[sc.]]'' γῆ ) Pind.
}}
}}

Latest revision as of 18:41, 7 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μολοσσός Medium diacritics: Μολοσσός Low diacritics: Μολοσσός Capitals: ΜΟΛΟΣΣΟΣ
Transliteration A: Molossós Transliteration B: Molossos Transliteration C: Molossos Beta Code: *molosso/s

English (LSJ)

Att. Μολοττός, όν, Molossian,
A ὄργανον Simon.31; γάπεδα A.Pr.829, cf. Hdt.1.146, al.:—fem. Μολοσσίς, Att. Μολοττίς, ίδος, Poll. 5.39; ἡ Μολοσσίς (sc. γῆ) Molossia, Plu.2.297b: also Μολοσσία, ἡ, Pi.N.7.38; Μολοσσικός, Att. Μολοττικός, ή, όν, χεῖρες S.Fr.795; κύων M. a kind of wolf-dog used by shepherds, Ar.Th.416.
II μολοσσός, , in Metric, the foot, D.H. Comp.17, Heph.3.2, 11.2.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
du pays des Molosses ; οἱ Μολοσσοί les Molosses, peuple de la Molossie.

Russian (Dvoretsky)

Μολοσσός: атт. Μολοττός 3 молосский (γῆς πέδα Aesch.): Μ. πούς молосская (стихотворная) стопа (‒‒‒).

Greek (Liddell-Scott)

Μολοσσός: Ἀττ. -ττός, όν, ἀνήκων εἰς τὴν Μολοσσίαν, ὁ τῆς Μολοσσίας, Μολοσσικός, Σιμων. 38, Αἰσχύλ. Πρ. 829, Ἡρόδ. 1. 146, κ. ἀλλ.· ‒ θηλ. Μολοσσίς, Ἀττ. -ττίς, ίδος, Πολυδ. Εʹ, 39· ἡ Μολοσσὶς (ἐξυπ. γῆ) ἡ Μολοσσία, Πλούτ. 2. 297Β· οὕτω Μολοσσία, Πινδ. Ν. 7. 56, κτλ.· ‒ ὡσαύτως Μολοσσικός, Ἀττ. -ττικός, ή, όν, Σοφ. Ἀποσπ. 894· κύων Μ., εἶδος μεγάλου ἀγρίου καὶ λυκοειδοῦς κυνός, ὃν μετεχειρίζοντο οἱ ποιμένες, Ἀριστοφ. Θεσμ. 416. ΙΙ. μολοσσός, ὁ, ἐν τῇ προσῳδίᾳ, ποὺς ἐκ τῶν τριῶν μακρῶν συλλαβῶν, (‒ ‒ ‒), π.χ. ἠλώμην, Ἡφαιστ. 11. 3.

English (Slater)

Μολοσσός
1 Molossian Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ' ὄργανον Μολοσσόν (“instrumentum, conveniens Molossicae ἐμμελείᾳ,” Casaubon, cf. Athenaeus, 629D) *fr. 107. b2.*

Greek Monotonic

Μολοσσός: Αττ. -ττός, -όν, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την περιοχή της Μολοσσίας, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· θηλ. Μολοσσία (ενν. γῆ), σε Πίνδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a people of Epirus (Hdt.).
Derivatives: Μολοσσία, -ίς the land. μολοσσικός is used of a type of shepherd's dogs (Ar. Th. 416).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. Prob. Pre-Greek.

Middle Liddell

Μολοσσός, Att. -ττός, όν
Molossian, Hdt., Aesch., etc.:—fem. Μολοσσία, ( sc. γῆ ) Pind.