ἐναρμογή: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (1 revision imported) |
||
(2 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enarmogi | |Transliteration C=enarmogi | ||
|Beta Code=e)narmogh/ | |Beta Code=e)narmogh/ | ||
|Definition=ἡ, [[fitting]] of a surgical tube, Antyll. ap. | |Definition=ἡ, [[fitting]] of a [[surgical]] [[tube]], Antyll. ap. Orib.10.19.4. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 14:24, 11 October 2024
English (LSJ)
ἡ, fitting of a surgical tube, Antyll. ap. Orib.10.19.4.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
ajuste, encaje de un tubo quirúrgico τούτου (τοῦ καλάμου) τὴν ἐναρμογὴν ὡς μηδεμίαν εἶναι παραπνοήν Antyll. en Orib.10.19.4.
Greek Monolingual
η (AM ἐναρμογή)
εφαρμογή, συναρμογή, προσαρμογή, συνάρθρωση
νεοελλ.
1. το σημείο όπου ένα πράγμα συναρμόζεται με κάποιο άλλο, το σημείο συναρμογής, η αρμογή
2. είδος συνδέσεως δύο τεμαχίων από ξύλο ή μέταλλο με την εισαγωγή (εμβολή) της προεξοχής του ενός στην κοιλότητα του άλλου.