κιθαριστικός: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(20)
m (Text replacement - "( " to "(")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kitharistikos
|Transliteration C=kitharistikos
|Beta Code=kiqaristiko/s
|Beta Code=kiqaristiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">skilled in citharaplaying</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hp.Mi.</span>375b</span> (in Comp. -ώτερος), <span class="bibl"><span class="title">Ion</span>540d</span>, etc.: <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <b class="b2">art of cithara-playing</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>501e</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1447a15</span>. Adv. -κῶς Plu.2.404f.</span>
|Definition=κιθαριστική, κιθαριστικόν, [[skilled in citharaplaying]], Pl.''Hp.Mi.''375b (in Comp. κιθαριστικώτερος), ''Ion''540d, etc.: ἡ [[κιθαριστική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[art of cithara-playing]], Id.''Grg.''501e, Arist.''Po.''1447a15. Adv. [[κιθαριστικῶς]] Plu.2.404f.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1437.png Seite 1437]] das Citherspielen betreffend; ἡ κιθαριστική, sc. [[τέχνη]], die Kunst des Citherspielens, Plat. Gorg. 501 e; ὁ κιθ., der das Citherspielen versteht, Ion 540 d Rep. I, 333 b. – Auch adv., Sp., wie S. Emp. adv. eth. 188 u. Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1437.png Seite 1437]] das Citherspielen betreffend; ἡ κιθαριστική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Kunst des Citherspielens, Plat. Gorg. 501 e; ὁ κιθ., der das Citherspielen versteht, Ion 540 d Rep. I, 333 b. – Auch adv., Sp., wie S. Emp. adv. eth. 188 u. Plut.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le jeu de la cithare ; ἡ κιθαριστική ([[τέχνη]]) l'art de jouer de la cithare.<br />'''Étymologie:''' [[κιθαρίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κιθαριστικός -ή -όν [κιθαρίζω] goed in citerspelen. subst. ἡ κιθαριστική (''[[sc.]]'' τέχνη) kunst van het citerspelen.
}}
{{elru
|elrutext='''κῐθᾰριστικός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[искусный кифарист]] Plat.<br />искусно играющий на кифаре Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῐθᾰριστικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ κιθαρίζειν, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 375Α, (ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος) Ἴων 540D, κτλ. 2) ἡ κιθαριστικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] ἢ [[δεξιότης]] τοῦ κιθαριστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 501Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 5. 3) Ἐπίρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 404F.
|lstext='''κῐθᾰριστικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ κιθαρίζειν, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 375Α, (ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος) Ἴων 540D, κτλ. 2) ἡ κιθαριστικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] ἢ [[δεξιότης]] τοῦ κιθαριστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 501Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 5. 3) Ἐπίρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 404F.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le jeu de la cithare ; ἡ κιθαριστική ([[τέχνη]]) l’art de jouer de la cithare.<br />'''Étymologie:''' [[κιθαρίζω]].
|mltxt=[[κιθαριστικός]], -ή, -όν (Α) [[κιθαρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στο [[παίξιμο]] της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ [[τἆλλα]] [[πάντα]] τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κιθαριστική</i><br />η [[τέχνη]] να παίζει [[κάποιος]] [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κιθαριστικός]]<br />αυτός που ξέρει να παίζει [[κιθάρα]] («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ [[κιθαριστικός]]», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κιθαριστικῶς</i> (Α)<br />με κιθαριστικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῐθᾰριστικός:''' -ή, -όν, επιδέξιο [[παίξιμο]] της άρπας, σε Πλάτ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), = το επόμ., στον ίδ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[κιθαριστικός]], -ή, -όν (Α) [[κιθαρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στο [[παίξιμο]] της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ [[τἆλλα]] [[πάντα]] τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>κιθαριστική</i><br />η [[τέχνη]] να παίζει [[κάποιος]] [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κιθαριστικός]]<br />αυτός που ξέρει να παίζει [[κιθάρα]] («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ [[κιθαριστικός]]», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κιθαριστικῶς</i> (Α)<br />με κιθαριστικό τρόπο.
|mdlsjtxt=κῐθᾰριστικός, ή, όν [from κῐθᾰριστής]<br />[[skilled]] in [[harp]]-playing, Plat.: -κή (''[[sc.]]'' τέχνἠ = κῐθᾰριστύς, Plat.
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθαριστικός Medium diacritics: κιθαριστικός Low diacritics: κιθαριστικός Capitals: ΚΙΘΑΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kitharistikós Transliteration B: kitharistikos Transliteration C: kitharistikos Beta Code: kiqaristiko/s

English (LSJ)

κιθαριστική, κιθαριστικόν, skilled in citharaplaying, Pl.Hp.Mi.375b (in Comp. κιθαριστικώτερος), Ion540d, etc.: ἡ κιθαριστική (sc. τέχνη) art of cithara-playing, Id.Grg.501e, Arist.Po.1447a15. Adv. κιθαριστικῶς Plu.2.404f.

German (Pape)

[Seite 1437] das Citherspielen betreffend; ἡ κιθαριστική, sc. τέχνη, die Kunst des Citherspielens, Plat. Gorg. 501 e; ὁ κιθ., der das Citherspielen versteht, Ion 540 d Rep. I, 333 b. – Auch adv., Sp., wie S. Emp. adv. eth. 188 u. Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le jeu de la cithare ; ἡ κιθαριστική (τέχνη) l'art de jouer de la cithare.
Étymologie: κιθαρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιθαριστικός -ή -όν [κιθαρίζω] goed in citerspelen. subst. ἡ κιθαριστική (sc. τέχνη) kunst van het citerspelen.

Russian (Dvoretsky)

κῐθᾰριστικός: IIискусный кифарист Plat.
искусно играющий на кифаре Plat.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰριστικός: -ή, -όν, ἔμπειρος εἰς τὸ κιθαρίζειν, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 375Α, (ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος) Ἴων 540D, κτλ. 2) ἡ κιθαριστικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνηδεξιότης τοῦ κιθαριστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 501Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 5. 3) Ἐπίρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 404F.

Greek Monolingual

κιθαριστικός, -ή, -όν (Α) κιθαρίζω
1. αυτός που αναφέρεται στο παίξιμο της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ τἆλλα πάντα τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιθαριστική
η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα
3. το αρσ. ως ουσ.κιθαριστικός
αυτός που ξέρει να παίζει κιθάρα («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ κιθαριστικός», Πλάτ.).
επίρρ...
κιθαριστικῶς (Α)
με κιθαριστικό τρόπο.

Greek Monotonic

κῐθᾰριστικός: -ή, -όν, επιδέξιο παίξιμο της άρπας, σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), = το επόμ., στον ίδ.

Middle Liddell

κῐθᾰριστικός, ή, όν [from κῐθᾰριστής]
skilled in harp-playing, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ = κῐθᾰριστύς, Plat.