Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μοιρολογέω: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοιρολογέω''': [[λέγω]] εἴς τινα τὴν μοῖραν [[αὐτοῦ]], τὴν τύχην του, μοιρολογῆσαι ἑαυτὸν Βίος Ἀλεξ. ἐν Notit. Mss. 13. σ. 244· -μοιρολόγος, ον, [[προφητικός]], Γλωσσ.
|lstext='''μοιρολογέω''': [[λέγω]] εἴς τινα τὴν μοῖραν [[αὐτοῦ]], τὴν τύχην του, μοιρολογῆσαι ἑαυτὸν Βίος Ἀλεξ. ἐν Notit. Mss. 13. σ. 244· -μοιρολόγος, ον, [[προφητικός]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[μυρολογώ]] μυρολογέω και μυρολογάω (ΑΜ μοιρολογῶ, [[μοιρολογέω]])<br />(νεοελλ.-μνσ.)<br /><b>1.</b> [[θρηνώ]] νεκρό με μοιρολόγια<br /><b>2.</b> [[εκφράζω]] τη [[λύπη]] μου για θλιβερό [[γεγονός]] με θρήνο<br /><b>αρχ.</b><br />[[λέγω]] σε κάποιον τη [[μοίρα]] του, [[προλέγω]] σε κάποιον τα μέλλοντα να του συμβούν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοιρολόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μοῖρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]). Κατ' άλλους, ο τ. [[μοιρολογώ]] προήλθε από το ρ. [[μυρολογώ]] με αρχική σημ. «[[αλείφω]] με μύρα νεκρό», κατ' [[επίδραση]] της λ. [[μοίρα]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:56, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιρολογέω Medium diacritics: μοιρολογέω Low diacritics: μοιρολογέω Capitals: ΜΟΙΡΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: moirologéō Transliteration B: moirologeō Transliteration C: moirologeo Beta Code: moirologe/w

English (LSJ)

tell a man his fate, μοιρολογῆσαι ἑαυτόν Ps.-Callisth.1.14.

German (Pape)

[Seite 198] Einem sein Schicksal verkündigen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μοιρολογέω: λέγω εἴς τινα τὴν μοῖραν αὐτοῦ, τὴν τύχην του, μοιρολογῆσαι ἑαυτὸν Βίος Ἀλεξ. ἐν Notit. Mss. 13. σ. 244· -μοιρολόγος, ον, προφητικός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

και μυρολογώ μυρολογέω και μυρολογάω (ΑΜ μοιρολογῶ, μοιρολογέω)
(νεοελλ.-μνσ.)
1. θρηνώ νεκρό με μοιρολόγια
2. εκφράζω τη λύπη μου για θλιβερό γεγονός με θρήνο
αρχ.
λέγω σε κάποιον τη μοίρα του, προλέγω σε κάποιον τα μέλλοντα να του συμβούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολόγος (< μοῖρα + -λόγος < λέγω). Κατ' άλλους, ο τ. μοιρολογώ προήλθε από το ρ. μυρολογώ με αρχική σημ. «αλείφω με μύρα νεκρό», κατ' επίδραση της λ. μοίρα].