πάνετες: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - ",," to ",")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=panetes
|Transliteration C=panetes
|Beta Code=pa/netes
|Beta Code=pa/netes
|Definition=Adv., (ἔτος) [[all the year long]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.20</span>.
|Definition=Adv., ([[ἔτος]]) [[all the year long]], Pi.''P.''1.20.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ολόκληρου του έτους, [[ολοχρονίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετες</i>, ουδ. του -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εξά</i>-<i>ετες</i>,, <i>τρί</i>-<i>ετες</i>. <i>Ο</i> [[αναβιβασμός]] του τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. [[χρήση]] του τ.].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τη [[διάρκεια]] ολόκληρου του έτους, [[ολοχρονίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετες</i>, ουδ. του -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εξά</i>-<i>ετες</i>, <i>τρί</i>-<i>ετες</i>. <i>Ο</i> [[αναβιβασμός]] του τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. [[χρήση]] του τ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:09, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνετες Medium diacritics: πάνετες Low diacritics: πάνετες Capitals: ΠΑΝΕΤΕΣ
Transliteration A: pánetes Transliteration B: panetes Transliteration C: panetes Beta Code: pa/netes

English (LSJ)

Adv., (ἔτος) all the year long, Pi.P.1.20.

French (Bailly abrégé)

adv.
durant toute l'année.
Étymologie: πᾶν, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

πάνετες: (ᾰ) adv. в течение всего года, круглый год Pind.

Greek (Liddell-Scott)

πάνετες: Ἐπίρρ. (ἔτος) ὁ καθ’ ὅλον τὸ ἔτος, Πινδ. Π. 1. 38. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 338.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά τη διάρκεια ολόκληρου του έτους, ολοχρονίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ετες, ουδ. του -ετης (< ἔτος), πρβλ. εξά-ετες, τρί-ετες. Ο αναβιβασμός του τόνου οφείλεται πιθ. στην επιρρμ. χρήση του τ.].

Greek Monotonic

πάνετες: επίρρ. (ἔτος), στη διάρκεια όλου του χρόνου, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ἔτος
all the year long, Pind.