κυματοπλήξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kymatopliks
|Transliteration C=kymatopliks
|Beta Code=kumatoplh/c
|Beta Code=kumatoplh/c
|Definition=ῆγος, ὁ, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wavebeaten]], ἀκτά <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1241</span> (lyr.); σκόπελος <span class="title">AP</span>10.7 (Arch.); [[tossed by the waves]], of fish, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.48</span>, <span class="bibl">Archestr.<span class="title">Fr.</span>11</span>, Mnesith. ap. <span class="bibl">Ath.8.358b</span>.</span>
|Definition=-ῆγος, ὁ, ἡ, [[wavebeaten]], ἀκτά [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1241 (lyr.); σκόπελος ''AP''10.7 (Arch.); [[tossed by the waves]], of fish, Hp.''Vict.''2.48, Archestr.''Fr.''11, Mnesith. ap. Ath.8.358b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] ῆγος, von Wellen geschlagen, ἀκτὰ κυμ. κλονεῖται Soph. O. C. 1243; [[σκόπελος]] Archi. 16 (X, 7); Archestr. bei Ath. VII, 300 e, vgl. VIII, 358 b, ἰχθ ῦς, wo früher κυματοπληγεῖς stand.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] ῆγος, von Wellen geschlagen, ἀκτὰ κυμ. κλονεῖται Soph. O. C. 1243; [[σκόπελος]] Archi. 16 (X, 7); Archestr. bei Ath. VII, 300 e, vgl. VIII, 358 b, ἰχθ ῦς, wo früher κυματοπληγεῖς stand.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κῡμᾰτοπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, πληττόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων, [[ἀκτὴ]] Σοφ. Ο. Κ. 1241· [[σκόπελος]] Ἀνθ. Π. 10. 7· ἰχθύες πλανῆται καὶ κυματοπλῆγες Ἱππ. 357. 48, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 300Ε, Μνησίθ. [[αὐτόθι]] 358Β.
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br />[[battu des flots]].<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]], [[πλήττω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυματοπλήξ -ῆγος &#91;[[κῦμα]], [[πλήττω]]] [[door golven gebeukt]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br />battu des flots.<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]], [[πλήττω]].
|elrutext='''κῡμᾰτοπλήξ:''' πλῆγος adj. ударяемый волнами ([[ἀκτή]] Soph.; [[σκόπελος]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυματοπλήξ]], -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλήττεται από τα κύματα, αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτὰ [[κυματοπλήξ]] [[χειμερία]] κλονεῑται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αναρρίπτεται, που ανατινάσσεται από τα κύματα («κυματοπλῆγες Iχθύες», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλήξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηλιο</i>-[[πλήξ]], <i>κωμο</i>-[[πλήξ]]].
|mltxt=[[κυματοπλήξ]], -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλήττεται από τα κύματα, αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτὰ [[κυματοπλήξ]] [[χειμερία]] κλονεῖται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αναρρίπτεται, που ανατινάσσεται από τα κύματα («κυματοπλῆγες Iχθύες», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλήξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. [[ηλιοπλήξ]], [[κωμοπλήξ]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῡμᾰτοπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ([[πλήσσω]]), κυματόδαρτος, σε Σοφ.
|lsmtext='''κῡμᾰτοπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ([[πλήσσω]]), κυματόδαρτος, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῡμᾰτοπλήξ:''' πλῆγος adj. ударяемый волнами ([[ἀκτή]] Soph.; [[σκόπελος]] Anth.).
|lstext='''κῡμᾰτοπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, πληττόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων, [[ἀκτὴ]] Σοφ. Ο. Κ. 1241· [[σκόπελος]] Ἀνθ. Π. 10. 7· ἰχθύες πλανῆται καὶ κυματοπλῆγες Ἱππ. 357. 48, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 300Ε, Μνησίθ. [[αὐτόθι]] 358Β.
}}
{{elnl
|elnltext=κυματοπλήξ -ῆγος [κῦμα, πλήττω] door golven gebeukt.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῡμᾰτο-[[πλήξ]], ῆγος, ὁ, ἡ, [[πλήσσω]]<br />[[wave]]-[[beaten]], Soph.
|mdlsjtxt=κῡμᾰτο-[[πλήξ]], ῆγος, ὁ, ἡ, [[πλήσσω]]<br />[[wave]]-[[beaten]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτοπλήξ Medium diacritics: κυματοπλήξ Low diacritics: κυματοπλήξ Capitals: ΚΥΜΑΤΟΠΛΗΞ
Transliteration A: kymatoplḗx Transliteration B: kymatoplēx Transliteration C: kymatopliks Beta Code: kumatoplh/c

English (LSJ)

-ῆγος, ὁ, ἡ, wavebeaten, ἀκτά S.OC1241 (lyr.); σκόπελος AP10.7 (Arch.); tossed by the waves, of fish, Hp.Vict.2.48, Archestr.Fr.11, Mnesith. ap. Ath.8.358b.

German (Pape)

[Seite 1530] ῆγος, von Wellen geschlagen, ἀκτὰ κυμ. κλονεῖται Soph. O. C. 1243; σκόπελος Archi. 16 (X, 7); Archestr. bei Ath. VII, 300 e, vgl. VIII, 358 b, ἰχθ ῦς, wo früher κυματοπληγεῖς stand.

French (Bailly abrégé)

ῆγος (ὁ, ἡ)
battu des flots.
Étymologie: κῦμα, πλήττω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυματοπλήξ -ῆγος [κῦμα, πλήττω] door golven gebeukt.

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτοπλήξ: πλῆγος adj. ударяемый волнами (ἀκτή Soph.; σκόπελος Anth.).

Greek Monolingual

κυματοπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που πλήττεται από τα κύματα, αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτὰ κυματοπλήξ χειμερία κλονεῖται», Σοφ.)
2. αυτός που αναρρίπτεται, που ανατινάσσεται από τα κύματα («κυματοπλῆγες Iχθύες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ηλιοπλήξ, κωμοπλήξ].

Greek Monotonic

κῡμᾰτοπλήξ: -ῆγος, ὁ, (πλήσσω), κυματόδαρτος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτοπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, πληττόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων, ἀκτὴ Σοφ. Ο. Κ. 1241· σκόπελος Ἀνθ. Π. 10. 7· ἰχθύες πλανῆται καὶ κυματοπλῆγες Ἱππ. 357. 48, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 300Ε, Μνησίθ. αὐτόθι 358Β.

Middle Liddell

κῡμᾰτο-πλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, πλήσσω
wave-beaten, Soph.