ἔκτιμος: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0781.png Seite 781]] ohne Ehre, ungeehrt, Hesych. Bei Soph. El. 235, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας γόων, ist es act., die Eltern nicht ehrend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0781.png Seite 781]] [[ohne Ehre]], [[ungeehrt]], Hesych. Bei Soph. El. 235, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας γόων, ist es act., die Eltern nicht ehrend. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />[[qui n'honore pas]], | |btext=ος, ον :<br />[[qui n'honore pas]], τινος qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τιμή]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 08:23, 21 October 2024
English (LSJ)
ἔκτιμον, (τιμή)
A without honour, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας.. γόων restraining them so that they show not the honour due to parents, S. El.242 (lyr.).
II highly priced, Hsch.
Spanish (DGE)
(ἔκτῑμος) -ον
1 que priva de honor, sin honra c. gen. γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ... γόων conteniendo las alas de mis lamentos con deshonra para mis padres S.El.242, cf. Eust.1514.24.
2 altamente estimado, muy apreciado Hsch.s.u.
German (Pape)
[Seite 781] ohne Ehre, ungeehrt, Hesych. Bei Soph. El. 235, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας γόων, ist es act., die Eltern nicht ehrend.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'honore pas, τινος qqn.
Étymologie: ἐκ, τιμή.
Russian (Dvoretsky)
ἔκτῑμος: неуважающий, непочтительный (γονέων Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτιμος: -ον, (τιμὴ) ἄνευ τιμῆς, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ὀξυτόνων γόων, ἐμποδίζουσα οὕτω τὰς ὀξυτόνους πτέρυγας τῶν γόων ὥστε νὰ μὴ τιμήσω δι’ αὐτῶν τὸν πατέρα μου, Σοφ. Ἠλ. 242. 2) «ἔκτιμα· τὰ ἐπιτεταμένα τῇ τιμῇ» Ἡσύχ. ΙΙ. ὑποβεβλημένος εἰς πληρωμήν, ἔκτιμοι... μνᾶν λ’ Σελεύκῳ Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1706. 13.
Greek Monolingual
ἔκτιμος, -ον (Α)
1. ο χωρίς τιμή, αυτός που δεν προσφέρει την πρέπουσα τιμή
2. αυτός που τιμά κάποιον ιδιαίτερα
3. εξαιρετικά έντιμος, πολύ εκτιμώμενος
4. αυτός για τον οποίο ορίστηκε τίμημα που πρέπει να πληρώσει.
Greek Monotonic
ἔκτῑμος: -ον (τιμή), αυτός που δεν αποδίδει τιμή, σε Σοφ.