πάμμαχος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(9)
 
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pammachos
|Transliteration C=pammachos
|Beta Code=pa/mmaxos
|Beta Code=pa/mmaxos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ready</b> or <b class="b2">sufficient for every battle</b>, θράσος <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>169</span> (lyr.); epith. of Athena, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>1321</span>; esp. = [[παγκρατιαστής]], <b class="b2">fighting by all means, with all one's resources</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>271c</span>, <span class="bibl">Theoc. 24.114</span>, <span class="title">APl.</span>4.52 (Phil.), <span class="bibl">D.Chr.8.19</span>; τοὺς πέντε προεκαλεσάμην πάμμαχα <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>6222.22</span> (iii A. D.); so <b class="b3">εἰς τὸ πάμμαχον</b> ib.<span class="bibl">26</span>; ὁ παμμάχων κεραυνός <span class="title">AP</span>7.692 (Antip. or Phil.): metaph., <b class="b3">οὐ φαῦλος ἀλλὰ π. ἀγὼν ὁ τῆς πολιτείας</b> <b class="b2">calling for all resources</b>, Plu.2.804b; also π: <b class="b3">ἀτυχίη</b> incompetence <b class="b2">ready for anything</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Praec.</span>13</span>.</span>
|Definition=πάμμαχον, [[ready]] or [[sufficient for every battle]], θράσος [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''169 (lyr.); [[epithet]] of [[Athena]], Ar.''Lys.''1321; esp. = [[παγκρατιαστής]], [[fighting by all means]], [[with all one's resources]], Pl.''Euthd.''271c, Theoc. 24.114, ''APl.''4.52 (Phil.), D.Chr.8.19; τοὺς πέντε προεκαλεσάμην πάμμαχα ''Sammelb.''6222.22 (iii A. D.); so <b class="b3">εἰς τὸ πάμμαχον</b> ib.26; ὁ παμμάχων κεραυνός ''AP''7.692 (Antip. or Phil.): metaph., <b class="b3">οὐ φαῦλος ἀλλὰ π. ἀγὼν ὁ τῆς πολιτείας</b> [[calling for all resources]], Plu.2.804b; also π: [[ἀτυχίη]] incompetence [[ready for anything]], Hp.''Praec.''13.
}}
{{grml
|mltxt=[[πάμμαχος]] ή [[παμμάχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[έτοιμος]] ή [[ικανός]] για [[κάθε]] είδους [[μάχη]], αυτός που μπορεί να αντεπεξέλθει σε [[κάθε]] [[μάχη]]<br /><b>2.</b> [[παγκρατιαστής]] που αγωνίζεται σε [[κάθε]] είδους αγώνα<br /><b>3.</b> αυτός που χρησιμοποιεί [[κάθε]] [[μέσο]] για να νικήσει («οὐ φαῡλος ἀλλὰ [[παμμάχος]] ἀγὼν ὁ τῆς πολιτείας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πάμμαχα</i><br />με όλα τα [[μέσα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὸ πάμμαχον» — στον αγώνα με όλα τα [[μέσα]]<br />β) «[[πάμμαχος]] ἀτυχίη» — [[ατυχία]] που καταβάλλει εντελώς ή η πανίσχυρη [[ατυχία]] <b>(Ιπποκρ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παμμάχως</i> (Α)<br />με όλη τη μαχητική [[δύναμη]] κάποιου, με όλα τα [[μέσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])].
}}
{{elnl
|elnltext=πάμμαχος -ον &#91;[[πᾶς]], [[μάχη]]] tot elke strijd bereid, vechtlustig; overdr. tot alles bereid, brutaal. op alle manieren vechtend. subst. ὁ πάμμαχος pankratiast.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit Allen [[kämpfend]]</i>, [[θράσος]], Aesch. <i>Ag</i>. 163, von Pankratiasten, Plat. <i>Euthyd</i>. 271c, Theocr. 24.112, Antip.Thess. 68 (VII.692).
}}
}}

Latest revision as of 22:03, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμμᾰχος Medium diacritics: πάμμαχος Low diacritics: πάμμαχος Capitals: ΠΑΜΜΑΧΟΣ
Transliteration A: pámmachos Transliteration B: pammachos Transliteration C: pammachos Beta Code: pa/mmaxos

English (LSJ)

πάμμαχον, ready or sufficient for every battle, θράσος A.Ag.169 (lyr.); epithet of Athena, Ar.Lys.1321; esp. = παγκρατιαστής, fighting by all means, with all one's resources, Pl.Euthd.271c, Theoc. 24.114, APl.4.52 (Phil.), D.Chr.8.19; τοὺς πέντε προεκαλεσάμην πάμμαχα Sammelb.6222.22 (iii A. D.); so εἰς τὸ πάμμαχον ib.26; ὁ παμμάχων κεραυνός AP7.692 (Antip. or Phil.): metaph., οὐ φαῦλος ἀλλὰ π. ἀγὼν ὁ τῆς πολιτείας calling for all resources, Plu.2.804b; also π: ἀτυχίη incompetence ready for anything, Hp.Praec.13.

Greek Monolingual

πάμμαχος ή παμμάχος, -ον (Α)
1. έτοιμος ή ικανός για κάθε είδους μάχη, αυτός που μπορεί να αντεπεξέλθει σε κάθε μάχη
2. παγκρατιαστής που αγωνίζεται σε κάθε είδους αγώνα
3. αυτός που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να νικήσει («οὐ φαῡλος ἀλλὰ παμμάχος ἀγὼν ὁ τῆς πολιτείας», Πλούτ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμμαχα
με όλα τα μέσα
5. φρ. «εἰς τὸ πάμμαχον» — στον αγώνα με όλα τα μέσα
β) «πάμμαχος ἀτυχίη» — ατυχία που καταβάλλει εντελώς ή η πανίσχυρη ατυχία (Ιπποκρ.).
επίρρ...
παμμάχως (Α)
με όλη τη μαχητική δύναμη κάποιου, με όλα τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μαχος (< μάχομαι)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμμαχος -ον [πᾶς, μάχη] tot elke strijd bereid, vechtlustig; overdr. tot alles bereid, brutaal. op alle manieren vechtend. subst. ὁ πάμμαχος pankratiast.

German (Pape)

mit Allen kämpfend, θράσος, Aesch. Ag. 163, von Pankratiasten, Plat. Euthyd. 271c, Theocr. 24.112, Antip.Thess. 68 (VII.692).