προσχάσκω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(nl)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proschasko
|Transliteration C=proschasko
|Beta Code=prosxa/skw
|Beta Code=prosxa/skw
|Definition=aor. <b class="b3">προσέχᾰνον</b>: pf. in pres. sense <b class="b3">προσκέχηνα</b>:— <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gape</b>, or <b class="b2">stare open-mouthed at</b> one, <b class="b3">μηδὲ . . χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί</b> <b class="b2">fall</b> not prostrate before me <b class="b2">with loud cries</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>920</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">gape eagerly at, be greedy for</b>, τῷ λεγομένῳ προσκεχηνέναι παιδικῶς <span class="bibl">Plb.4.42.7</span>; τῷ εἴδει τινός <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.3.5</span>, cf. <span class="bibl">Ph.2.560</span>.</span>
|Definition=aor. προσέχᾰνον: pf. in pres. sense προσκέχηνα:—<br><span class="bld">A</span> [[gape open-mouthed at]], or [[stare open-mouthed at]] one, <b class="b3">μηδὲ.. χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί</b> [[fall]] not [[prostrate]] before me with [[loud]] cries, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''920.<br><span class="bld">2</span> [[gape eagerly at]], [[be greedy for]], τῷ λεγομένῳ προσκεχηνέναι παιδικῶς Plb.4.42.7; τῷ εἴδει τινός J.''AJ''11.3.5, cf. Ph.2.560.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσχάσκω''': ἀόρ. προσέχᾰνον· πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ., προσκέχηνα. Χάσκω μὲ ἀνοικτὸν τὸ [[στόμα]] ἐνώπιόν τινος, μὴ χαμαιπετὲς [[βόαμα]] προσχάνῃς ἐμοί, μὴ προσπέσῃς ἐνώπιόν μου μὲ μεγάλας κραυγάς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 920. 2) [[χάσκω]] [[πρός]] τι, εἶμαι [[ἄπληστος]] διά τι, ὡς τὸ Λατ. inhiare, προσκεχηνέναι τινὶ Πολύβ. 4. 42, 7, Φίλων 2. 560.
|elnltext=προσ-χάσκω, alleen aor. προσέχανον, conj. aor. 2 sing. προσχάνῃς, met open mond staan tegenover, aangapen, met dat.; met dat. en acc. v. h. inw. obj.: μηδὲ... χαιμαπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί roep mij niet ter aarde gestort geschreeuw toe Aeschl. Ag. 920.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α·1. [[προσβλέπω]] κάποιον με ανοιχτό [[στόμα]]<br /><b>2.</b> [[θαυμάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] χάσκοντας («τῷ εἴδει τῆς ὁραθείσης προσκεχήναμεν», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χάσκω]] «[[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου»].
|mltxt=Α·1. [[προσβλέπω]] κάποιον με ανοιχτό [[στόμα]]<br /><b>2.</b> [[θαυμάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] χάσκοντας («τῷ εἴδει τῆς ὁραθείσης προσκεχήναμεν», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χάσκω]] «[[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσχάσκω:''' αόρ. βʹ <i>-έχᾰνον</i>, παρακ. με ενεστ. [[σημασία]] <i>προσκέχηνα</i>· [[χάσκω]] ή [[κοιτάζω]] με ανοιχτό το [[στόμα]] κάποιον, μὴ χαμαιπετὲς βοάμα προσχάνῃς [[ἐμοί]], μην προσπέσεις [[μπροστά]] μου με μεγάλες κραυγές, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσχάσκω:''' αόρ. βʹ <i>-έχᾰνον</i>, παρακ. με ενεστ. [[σημασία]] <i>προσκέχηνα</i>· [[χάσκω]] ή [[κοιτάζω]] με ανοιχτό το [[στόμα]] κάποιον, μὴ χαμαιπετὲς βοάμα προσχάνῃς [[ἐμοί]], μην προσπέσεις [[μπροστά]] μου με μεγάλες κραυγές, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=προσ-χάσκω, alleen aor. προσέχανον, conj. aor. 2 sing. προσχάνῃς, met open mond staan tegenover, aangapen, met dat.; met dat. en acc. v. h. inw. obj.: μηδὲ... χαιμαπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί roep mij niet ter aarde gestort geschreeuw toe Aeschl. Ag. 920.
|lstext='''προσχάσκω''': ἀόρ. προσέχᾰνον· πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ., προσκέχηνα. Χάσκω μὲ ἀνοικτὸν τὸ [[στόμα]] ἐνώπιόν τινος, μὴ χαμαιπετὲς [[βόαμα]] προσχάνῃς ἐμοί, μὴ προσπέσῃς ἐνώπιόν μου μὲ μεγάλας κραυγάς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 920. 2) [[χάσκω]] [[πρός]] τι, εἶμαι [[ἄπληστος]] διά τι, ὡς τὸ Λατ. inhiare, προσκεχηνέναι τινὶ Πολύβ. 4. 42, 7, Φίλων 2. 560.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor2 -έχᾰνον perf. προσκέχηνα<br />to [[gape]] or [[stare]] [[open]]-mouthed at one, μὴ χαμαιπετὲς [[βόαμα]] προσχάνῃς [[ἐμοί]] [[fall]] not [[prostrate]] [[before]] me with [[loud]] cries, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 22:09, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχάσκω Medium diacritics: προσχάσκω Low diacritics: προσχάσκω Capitals: ΠΡΟΣΧΑΣΚΩ
Transliteration A: proscháskō Transliteration B: proschaskō Transliteration C: proschasko Beta Code: prosxa/skw

English (LSJ)

aor. προσέχᾰνον: pf. in pres. sense προσκέχηνα:—
A gape open-mouthed at, or stare open-mouthed at one, μηδὲ.. χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί fall not prostrate before me with loud cries, A.Ag.920.
2 gape eagerly at, be greedy for, τῷ λεγομένῳ προσκεχηνέναι παιδικῶς Plb.4.42.7; τῷ εἴδει τινός J.AJ11.3.5, cf. Ph.2.560.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-χάσκω, alleen aor. προσέχανον, conj. aor. 2 sing. προσχάνῃς, met open mond staan tegenover, aangapen, met dat.; met dat. en acc. v. h. inw. obj.: μηδὲ... χαιμαπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί roep mij niet ter aarde gestort geschreeuw toe Aeschl. Ag. 920.

Greek Monolingual

Α·1. προσβλέπω κάποιον με ανοιχτό στόμα
2. θαυμάζω κάποιον ή κάτι χάσκοντας («τῷ εἴδει τῆς ὁραθείσης προσκεχήναμεν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χάσκω «ανοίγω το στόμα μου»].

Greek Monotonic

προσχάσκω: αόρ. βʹ -έχᾰνον, παρακ. με ενεστ. σημασία προσκέχηνα· χάσκω ή κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα κάποιον, μὴ χαμαιπετὲς βοάμα προσχάνῃς ἐμοί, μην προσπέσεις μπροστά μου με μεγάλες κραυγές, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

προσχάσκω: ἀόρ. προσέχᾰνον· πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ., προσκέχηνα. Χάσκω μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα ἐνώπιόν τινος, μὴ χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί, μὴ προσπέσῃς ἐνώπιόν μου μὲ μεγάλας κραυγάς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 920. 2) χάσκω πρός τι, εἶμαι ἄπληστος διά τι, ὡς τὸ Λατ. inhiare, προσκεχηνέναι τινὶ Πολύβ. 4. 42, 7, Φίλων 2. 560.

Middle Liddell

aor2 -έχᾰνον perf. προσκέχηνα
to gape or stare open-mouthed at one, μὴ χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί fall not prostrate before me with loud cries, Aesch.