πολυφάρμακος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyfarmakos
|Transliteration C=polyfarmakos
|Beta Code=polufa/rmakos
|Beta Code=polufa/rmakos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">knowing many drugs</b> or <b class="b2">charms</b>, ἰητροί <span class="bibl">Il.16.28</span>; Κίρκη <span class="bibl">Od.10.276</span>; Παιών <span class="bibl">Sol.13.57</span>; of Medea, <span class="bibl">A.R. 3.27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">given to the use of drugs</b>, Gal.10.169. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> of countries, <b class="b2">abounding in healing</b> or <b class="b2">poisonous herbs</b>, Τυρρηνία <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.15.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">compounded of many drugs</b>, δυνάμεις Plu.2.408b, Gal.13.365.</span>
|Definition=πολυφάρμακον,<br><span class="bld">A</span> [[knowing many drugs]] or [[knowing many charms]], ἰητροί Il.16.28; Κίρκη Od.10.276; Παιών Sol.13.57; of Medea, A.R. 3.27.<br><span class="bld">2</span> [[given to the use of drugs]], Gal.10.169.<br><span class="bld">3</span> of countries, [[abounding in healing herbs]] or [[abounding in poisonous herbs]], Τυρρηνία [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.15.1.<br><span class="bld">4</span> [[compounded of many drugs]], δυνάμεις Plu.2.408b, Gal.13.365.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] viele Heilmittel od. Zaubermittel habend, vieler Heil- od. Zaubermittel kundig; ἰητροί, Il. 16, 28; [[Κίρκη]], Od. 10, 276; [[Παιών]], Solon 4, 57. – Uebh. reich an heilsamen oder giftigen Kräutern; aus vielen Heilmitteln oder Giften bestehend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] viele Heilmittel od. Zaubermittel habend, vieler Heil- od. Zaubermittel kundig; ἰητροί, Il. 16, 28; [[Κίρκη]], Od. 10, 276; [[Παιών]], Solon 4, 57. – Übh. reich an heilsamen oder giftigen Kräutern; aus vielen Heilmitteln oder Giften bestehend, Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πολῠφάρμᾰκος''': -ον, ὁ γινώσκων πολλὰ φάρμακα ἢ πολλὰς γοητείας, ἰητροὶ Ἰλ. Π. 28· Κίρκη Ὀδ. Κ. 276· Παιὼν Σόλων 12. 57· ― ἐπὶ χωρῶν ἢ τόπων, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ἰαματικῶν ἢ δηλητηριωδῶν φαρμάκων, Τυρρηνία Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 1· [[ὡσαύτως]], δυνάμεις π. Πλούτ. 2. 408Β.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[abondant en remèdes]] <i>ou</i> en poisons;<br /><b>2</b> [[habile à connaître]] <i>ou</i> à employer les remèdes <i>ou</i> les poisons.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φάρμακον]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυφάρμακος -ον &#91;[[πολύς]], [[φάρμακον]]] [[deskundig in veel geneesmiddelen of tovermiddelen]]:. ἰητροὶ πολυφάρμακοι artsen die veel middelen kennen Il. 16.28.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en remèdes <i>ou</i> en poisons;<br /><b>2</b> habile à connaître <i>ou</i> à employer les remèdes <i>ou</i> les poisons.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φάρμακον]].
|elrutext='''πολυφάρμᾰκος:'''<br /><b class="num">1</b> [[знакомый со многими снадобьями]] (ἰητροί, [[Κίρκη]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[целительный]], [[целебный]] ([[δύναμις]] Plut.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει [[πολλά]] φάρμακα ή βότανα<br /><b>2.</b> αυτός που γνωρίζει [[πολλά]] μαγικά φίλτρα ή πολλές γητειές («Κίρκης ἵζεσθαι πολυφαρμάκου ἐς [[δῶμα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για χώρες ή τόπους) αυτός που παρουσιάζει [[αφθονία]] θεραπευτικών ή δηλητηριωδών βοτάνων («Τυρρηνία [[πολυφάρμακος]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> ο παραδεδομένος στη [[χρήση]] τών φαρμάκων, αυτός που κάνει [[κατάχρηση]] φαρμάκων<br /><b>5.</b> αυτός που σύγκειται από [[πολλά]] φάρμακα ή δηλητήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]] (<b>πρβλ.</b> <i>φιλο</i>-[[φάρμακος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει [[πολλά]] φάρμακα ή βότανα<br /><b>2.</b> αυτός που γνωρίζει [[πολλά]] μαγικά φίλτρα ή πολλές γητειές («Κίρκης ἵζεσθαι πολυφαρμάκου ἐς [[δῶμα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για χώρες ή τόπους) αυτός που παρουσιάζει [[αφθονία]] θεραπευτικών ή δηλητηριωδών βοτάνων («Τυρρηνία [[πολυφάρμακος]]», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> ο παραδεδομένος στη [[χρήση]] τών φαρμάκων, αυτός που κάνει [[κατάχρηση]] φαρμάκων<br /><b>5.</b> αυτός που σύγκειται από [[πολλά]] φάρμακα ή δηλητήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]] ([[πρβλ]]. [[φιλοφάρμακος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠφάρμᾰκος:''' -ον, αυτός που γνωρίζει [[πολλά]] φάρμακα ή μαγικά φίλτρα, σε Όμηρ.
|lsmtext='''πολῠφάρμᾰκος:''' -ον, αυτός που γνωρίζει [[πολλά]] φάρμακα ή μαγικά φίλτρα, σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυφάρμᾰκος:'''<br /><b class="num">1)</b> знакомый со многими снадобьями (ἰητροί, [[Κίρκη]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> целительный, целебный ([[δύναμις]] Plut.).
|lstext='''πολῠφάρμᾰκος''': -ον, ὁ γινώσκων πολλὰ φάρμακα ἢ πολλὰς γοητείας, ἰητροὶ Ἰλ. Π. 28· Κίρκη Ὀδ. Κ. 276· Παιὼν Σόλων 12. 57· ― ἐπὶ χωρῶν ἢ τόπων, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ἰαματικῶν ἢ δηλητηριωδῶν φαρμάκων, Τυρρηνία Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, [[ὡσαύτως]], δυνάμεις π. Πλούτ. 2. 408Β.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυφάρμακος -ον [πολύς, φάρμακον] deskundig in veel geneesmiddelen\n of tovermiddelen:. ἰητροὶ πολυφάρμακοι artsen die veel middelen kennen Il. 16.28.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-φάρμᾰκος, ον,<br />[[knowing]] [[many]] drugs or charms, Hom.
|mdlsjtxt=πολῠ-φάρμᾰκος, ον,<br />[[knowing]] [[many]] drugs or charms, Hom.
}}
}}

Latest revision as of 06:39, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφάρμᾰκος Medium diacritics: πολυφάρμακος Low diacritics: πολυφάρμακος Capitals: ΠΟΛΥΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: polyphármakos Transliteration B: polypharmakos Transliteration C: polyfarmakos Beta Code: polufa/rmakos

English (LSJ)

πολυφάρμακον,
A knowing many drugs or knowing many charms, ἰητροί Il.16.28; Κίρκη Od.10.276; Παιών Sol.13.57; of Medea, A.R. 3.27.
2 given to the use of drugs, Gal.10.169.
3 of countries, abounding in healing herbs or abounding in poisonous herbs, Τυρρηνία Thphr. HP 9.15.1.
4 compounded of many drugs, δυνάμεις Plu.2.408b, Gal.13.365.

German (Pape)

[Seite 675] viele Heilmittel od. Zaubermittel habend, vieler Heil- od. Zaubermittel kundig; ἰητροί, Il. 16, 28; Κίρκη, Od. 10, 276; Παιών, Solon 4, 57. – Übh. reich an heilsamen oder giftigen Kräutern; aus vielen Heilmitteln oder Giften bestehend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en remèdes ou en poisons;
2 habile à connaître ou à employer les remèdes ou les poisons.
Étymologie: πολύς, φάρμακον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυφάρμακος -ον [πολύς, φάρμακον] deskundig in veel geneesmiddelen of tovermiddelen:. ἰητροὶ πολυφάρμακοι artsen die veel middelen kennen Il. 16.28.

Russian (Dvoretsky)

πολυφάρμᾰκος:
1 знакомый со многими снадобьями (ἰητροί, Κίρκη Hom.);
2 целительный, целебный (δύναμις Plut.).

English (Autenrieth)

skilled in drugs, Il. 16.28, Od. 10.276.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που γνωρίζει πολλά φάρμακα ή βότανα
2. αυτός που γνωρίζει πολλά μαγικά φίλτρα ή πολλές γητειές («Κίρκης ἵζεσθαι πολυφαρμάκου ἐς δῶμα», Ομ. Οδ.)
3. (για χώρες ή τόπους) αυτός που παρουσιάζει αφθονία θεραπευτικών ή δηλητηριωδών βοτάνων («Τυρρηνία πολυφάρμακος», Θεόφρ.)
4. ο παραδεδομένος στη χρήση τών φαρμάκων, αυτός που κάνει κατάχρηση φαρμάκων
5. αυτός που σύγκειται από πολλά φάρμακα ή δηλητήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φάρμακον (πρβλ. φιλοφάρμακος)].

Greek Monotonic

πολῠφάρμᾰκος: -ον, αυτός που γνωρίζει πολλά φάρμακα ή μαγικά φίλτρα, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφάρμᾰκος: -ον, ὁ γινώσκων πολλὰ φάρμακα ἢ πολλὰς γοητείας, ἰητροὶ Ἰλ. Π. 28· Κίρκη Ὀδ. Κ. 276· Παιὼν Σόλων 12. 57· ― ἐπὶ χωρῶν ἢ τόπων, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ἰαματικῶν ἢ δηλητηριωδῶν φαρμάκων, Τυρρηνία Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 1· ὡσαύτως, δυνάμεις π. Πλούτ. 2. 408Β.

Middle Liddell

πολῠ-φάρμᾰκος, ον,
knowing many drugs or charms, Hom.