μεταμπίσχω: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "btext=([a-zA-ZÀ-ÿ\s'-]+);<br" to "btext=$1;<br") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metampischo | |Transliteration C=metampischo | ||
|Beta Code=metampi/sxw | |Beta Code=metampi/sxw | ||
|Definition=[[clothe in a new dress]], εἱμαρμένη -ίσχουσα τὰς ψυχάς Plu. | |Definition=[[clothe in a new dress]], εἱμαρμένη -ίσχουσα τὰς ψυχάς Plu.Fr.inc.146.ά:—more freq. in Med., [[put on a different dress]], <b class="b3">δουλείαν -ισχόμενος</b> [[putting on the new dress of]] slavery, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 569c; μ. τὸν βίον Procop.''Arc.''16; ψυχήν Aen.Gaz. ''[[Theophrastus|Thphr.]] ''p.10 B.: abs., [[change one's dress]], ἐὰν μεταμπίσχηται Aristid.2.207 J.; cf. [[μεταμφιάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 07:28, 2 November 2024
English (LSJ)
clothe in a new dress, εἱμαρμένη -ίσχουσα τὰς ψυχάς Plu.Fr.inc.146.ά:—more freq. in Med., put on a different dress, δουλείαν -ισχόμενος putting on the new dress of slavery, Pl.R. 569c; μ. τὸν βίον Procop.Arc.16; ψυχήν Aen.Gaz. Thphr. p.10 B.: abs., change one's dress, ἐὰν μεταμπίσχηται Aristid.2.207 J.; cf. μεταμφιάζω.
French (Bailly abrégé)
faire changer de vêtement;
Moy. μεταμπίσχομαι changer de vêtement : ἀντὶ τῆς ἐλευθερίας τὴν δουλείαν μεταμπισχόμενος PLAT qui prend la livrée de l'esclavage en échange du vêtement de l'homme libre.
Étymologie: μετά, ἀμπίσχω.
Greek Monolingual
μεταμπίσχω (Α)
1. ντύνω κάποιον με νέο ένδυμα
2. μτφ. μεταμορφώνω, μεταβάλλω τη μορφή («εἱμαρμένη μεταμπίσχουσα τὰς ψυχάς», Πλούτ.)
3. μέσ. μεταμπίσχομαι
αλλάζω, αλλάζω το ένδυμά μου, ντύνομαι νέο ένδυμα («πικροτάτην δούλων δουλείαν μεταμπισχόμενος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀμπίσχω «περιβάλλω»].
German (Pape)
= μεταμπέχω.