καταπιέζω: Difference between revisions
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katapiezo | |Transliteration C=katapiezo | ||
|Beta Code=katapie/zw | |Beta Code=katapie/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[compress]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Ign.''23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:29, 2 November 2024
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1369] herunter-, niederdrücken, zusammendrücken, Sp., wie Ios.
Greek (Liddell-Scott)
καταπιέζω: πιέζω πρὸς τὰ κάτω, καταθλίβω, Βασίλ. εἰς Γρηγ. Ναζ.- Παθ., Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 7.
Greek Monolingual
(Α καταπιέζω)
πιέζω, συνθλίβω, σπρώχνω προς τα κάτω
νεοελλ.
μτφ.
1. στενοχωρώ υπερβολικά κάποιον, τον βασανίζω, τον τυραννώ ψυχολογικώς ή σωματικώς
2. στερώ την ελευθερία και τα δικαιώματα κάποιου με τη βία, καταδυναστεύω.