πλύμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene

Menander, Monostichoi, 206
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plyma
|Transliteration C=plyma
|Beta Code=plu/ma
|Beta Code=plu/ma
|Definition=[ῠ], ατος, τό, (πλύνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[water in which something has been washed]], π. ἰχθύων <span class="bibl">Pl.Com.82</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>534a27</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>258</span>; κρεῶν Gal.18(1).730; <b class="b3">π. ἀλεύρου</b> [[infusion]] of meal, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.80</span>, <b class="b2">Acut.(Sp</b>.) <span class="bibl">63</span>; πλύματα τοῖς παιδαρίοις <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>398.10</span> (iii B.C.); [[washings]], [[scum]], a by-product of cinnabar, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>58</span> (in form <b class="b3">πλύσματι</b>); from oilworks, <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>4425 vii 10</span>(ii A. D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">low prostitute</b>, <span class="bibl">Poll.7.39</span>.—The form <b class="b3">πλύσμα</b> is found in some codd. and preferred by Phot.; but <b class="b3">πλύμα</b> is guaranteed by metre in Nic.l.c., also by <span class="title">PCair.Zen.</span>l. c.</span>
|Definition=[ῠ], ατος, τό, ([[πλύνω]])<br><span class="bld">A</span> [[water in which something has been washed]], π. ἰχθύων Pl.Com.82, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''534a27, Nic.''Al.''258; κρεῶν Gal.18(1).730; <b class="b3">π. ἀλεύρου</b> [[infusion]] of meal, Hp.''Epid.''7.80, Acut.(Sp.) 63; πλύματα τοῖς παιδαρίοις ''PCair.Zen.''398.10 (iii B.C.); [[washings]], [[scum]], a by-product of cinnabar, [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Lapidibus'' 58 (in form [[πλύσματι]]); from oilworks, ''Sammelb.''4425 vii 10(ii A. D.).<br><span class="bld">II</span> metaph., [[low prostitute]], Poll.7.39.—The form [[πλύσμα]] is found in some codd. and preferred by Phot.; but [[πλύμα]] is guaranteed by metre in Nic.l.c., also by ''PCair.Zen.''l. c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0638.png Seite 638]] τό, Wasser, worin man Etwas abgewaschen hat, Spülwasser; Plat. com. bei Poll. 7, 40; Nic. Al. 258. 467 u. a. Sp.; vgl. auch Poll. 7, 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0638.png Seite 638]] τό, Wasser, worin man Etwas abgewaschen hat, Spülwasser; Plat. com. bei Poll. 7, 40; Nic. Al. 258. 467 u. a. Sp.; vgl. auch Poll. 7, 39.
}}
{{elru
|elrutext='''πλύμα:''' атт. * [[πλύσμα]], ατος (ῠ) τό загрязненная вода, помои: τό π. τῶν ἰχθύων Arst. вода, в которой плавали рыбы.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλύμα''': [ῠ], τό, ([[πλύνω]]) [[ὕδωρ]] ἐν ᾧ ἔχει πλυθῇ τι, πλ. ἰχθύων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νίκαις» 4, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 22· [[κρεῶν]] Γαλην.· πλ. ἀλεύρου, [[ὕδωρ]] μεμιγμένον μετ’ ὀλίγου ἀλεύρου, Ἱππ. 407. 9., 1229Η. ΙΙ. μεταφορ., κοινὴ [[πόρνη]], «κατατετριμμένη [[ἑταίρα]]» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 39. ― Περὶ τοῦ τύπου [[πλύσμα]], εὑρισκομένου ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. καὶ ἐπιδοκιμαζομένου ὑπὸ τοῦ Φωτ., ἴδε Λοβέκ. Παραλ. 419· πρέπει νὰ [[εἶναι]] [[πλύμα]] ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 258, [[ἐπειδὴ]] ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] βραχεῖα· οὕτω δὲ φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] καὶ παρὰ Πλάτ. τῷ κωμ., ἔνθ’ ἀνωτ. [[Κατὰ]] τοὺς ἀρίστους κριτικοὺς [[γραπτέον]], πλῦμα, ἴδε Ζηκίδου Λεξικ. Ὀρθογ. κ. Χρηστικ. ἐν λ. πλῦμα.
|lstext='''πλύμα''': [ῠ], τό, ([[πλύνω]]) [[ὕδωρ]] ἐν ᾧ ἔχει πλυθῇ τι, πλ. ἰχθύων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νίκαις» 4, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 22· [[κρεῶν]] Γαλην.· πλ. ἀλεύρου, [[ὕδωρ]] μεμιγμένον μετ’ ὀλίγου ἀλεύρου, Ἱππ. 407. 9., 1229Η. ΙΙ. μεταφορ., κοινὴ [[πόρνη]], «κατατετριμμένη [[ἑταίρα]]» Πολυδ. Ζ΄, 39. ― Περὶ τοῦ τύπου [[πλύσμα]], εὑρισκομένου ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. καὶ ἐπιδοκιμαζομένου ὑπὸ τοῦ Φωτ., ἴδε Λοβέκ. Παραλ. 419· πρέπει νὰ [[εἶναι]] [[πλύμα]] ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 258, [[ἐπειδὴ]] ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] βραχεῖα· οὕτω δὲ φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] καὶ παρὰ Πλάτ. τῷ κωμ., ἔνθ’ ἀνωτ. [[Κατὰ]] τοὺς ἀρίστους κριτικοὺς [[γραπτέον]], πλῦμα, ἴδε Ζηκίδου Λεξικ. Ὀρθογ. κ. Χρηστικ. ἐν λ. πλῦμα.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ατος, το / [[πλύσμα]], ΝΑ [[πλύνω]]<br /><b>1.</b> [[νερό]] [[μέσα]] στο οποίο έχει πλυθεί [[κάτι]], [[απόπλυμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> άνοστο και νερόβραστο [[φαγητό]]<br />| <b>νεοελλ.</b> βρόμικο [[νερό]] που προέρχεται [[συνήθως]] από [[πλύσιμο]] μαγειρικών σκευών<br /><b>2.</b> [[νερό]] [[μαζί]] με πίτυρα που δίνεται ως [[τροφή]] στους χοίρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νερό]] ανακατεμένο με [[αλεύρι]], [[χυλός]], [[κουρκούτι]]<br /><b>2.</b> [[προϊόν]] παράγωγο του κινναβάρεως<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πόρνη]].<br /> <b>(II)</b><br />τὸ, Α [[πλύνω]]<br />το [[υγρό]] που απομένει [[μετά]] την [[έκθλιψη]] της [[ελιάς]] και τη [[συναγωγή]] του λαδιού.
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ατος, το / [[πλύσμα]], ΝΑ [[πλύνω]]<br /><b>1.</b> [[νερό]] [[μέσα]] στο οποίο έχει πλυθεί [[κάτι]], [[απόπλυμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> άνοστο και νερόβραστο [[φαγητό]]<br />| <b>νεοελλ.</b> βρόμικο [[νερό]] που προέρχεται [[συνήθως]] από [[πλύσιμο]] μαγειρικών σκευών<br /><b>2.</b> [[νερό]] [[μαζί]] με πίτυρα που δίνεται ως [[τροφή]] στους χοίρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νερό]] ανακατεμένο με [[αλεύρι]], [[χυλός]], [[κουρκούτι]]<br /><b>2.</b> [[προϊόν]] παράγωγο του κινναβάρεως<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πόρνη]].<br /> <b>(II)</b><br />τὸ, Α [[πλύνω]]<br />το [[υγρό]] που απομένει [[μετά]] την [[έκθλιψη]] της [[ελιάς]] και τη [[συναγωγή]] του λαδιού.
}}
{{elru
|elrutext='''πλύμα:''' атт. * [[πλύσμα]], ατος (ῠ) τό загрязненная вода, помои: τό π. τῶν ἰχθύων Arst. вода, в которой плавали рыбы.
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλύμα Medium diacritics: πλύμα Low diacritics: πλύμα Capitals: ΠΛΥΜΑ
Transliteration A: plýma Transliteration B: plyma Transliteration C: plyma Beta Code: plu/ma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό, (πλύνω)
A water in which something has been washed, π. ἰχθύων Pl.Com.82, cf. Arist.HA534a27, Nic.Al.258; κρεῶν Gal.18(1).730; π. ἀλεύρου infusion of meal, Hp.Epid.7.80, Acut.(Sp.) 63; πλύματα τοῖς παιδαρίοις PCair.Zen.398.10 (iii B.C.); washings, scum, a by-product of cinnabar, Thphr. De Lapidibus 58 (in form πλύσματι); from oilworks, Sammelb.4425 vii 10(ii A. D.).
II metaph., low prostitute, Poll.7.39.—The form πλύσμα is found in some codd. and preferred by Phot.; but πλύμα is guaranteed by metre in Nic.l.c., also by PCair.Zen.l. c.

German (Pape)

[Seite 638] τό, Wasser, worin man Etwas abgewaschen hat, Spülwasser; Plat. com. bei Poll. 7, 40; Nic. Al. 258. 467 u. a. Sp.; vgl. auch Poll. 7, 39.

Russian (Dvoretsky)

πλύμα: атт. * πλύσμα, ατος (ῠ) τό загрязненная вода, помои: τό π. τῶν ἰχθύων Arst. вода, в которой плавали рыбы.

Greek (Liddell-Scott)

πλύμα: [ῠ], τό, (πλύνω) ὕδωρ ἐν ᾧ ἔχει πλυθῇ τι, πλ. ἰχθύων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νίκαις» 4, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 22· κρεῶν Γαλην.· πλ. ἀλεύρου, ὕδωρ μεμιγμένον μετ’ ὀλίγου ἀλεύρου, Ἱππ. 407. 9., 1229Η. ΙΙ. μεταφορ., κοινὴ πόρνη, «κατατετριμμένη ἑταίρα» Πολυδ. Ζ΄, 39. ― Περὶ τοῦ τύπου πλύσμα, εὑρισκομένου ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. καὶ ἐπιδοκιμαζομένου ὑπὸ τοῦ Φωτ., ἴδε Λοβέκ. Παραλ. 419· πρέπει νὰ εἶναι πλύμα ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 258, ἐπειδὴ ἡ παραλήγουσα εἶναι βραχεῖα· οὕτω δὲ φαίνεται ὅτι εἶναι καὶ παρὰ Πλάτ. τῷ κωμ., ἔνθ’ ἀνωτ. Κατὰ τοὺς ἀρίστους κριτικοὺς γραπτέον, πλῦμα, ἴδε Ζηκίδου Λεξικ. Ὀρθογ. κ. Χρηστικ. ἐν λ. πλῦμα.

Greek Monolingual

(I)
-ατος, το / πλύσμα, ΝΑ πλύνω
1. νερό μέσα στο οποίο έχει πλυθεί κάτι, απόπλυμα
2. μτφ. άνοστο και νερόβραστο φαγητό