ὑπερισχύω: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperischyo | |Transliteration C=yperischyo | ||
|Beta Code=u(perisxu/w | |Beta Code=u(perisxu/w | ||
|Definition=[ῡ], < | |Definition=[ῡ],<br><span class="bld">A</span> to [[be exceedingly strong]], of fire, [[Theophrastus|Thphr.]] ''Ign.''10; ὁ λόγος [[LXX]] ''2 Ki.''24.4; [[οἶνος]] ib.q''Es.''3.10, cf. 4.41; of trees, to [[be too luxuriant]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.18.2.<br><span class="bld">2</span> of persons, to [[be overbearing]], Sammelb. 4638.6 (ii B. C.).<br><span class="bld">II</span> c. gen., to [[be stronger than]], [[prevail over]], τοῦ πάθους J.''BJ''1.29.4, cf. [[LXX]] ''Jo.''17.18: also c. acc., ''PPetr.''2p.58 (iii B. C., cf. 3p.66), ''PRyl.''119.30 (i A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερισχύω''': [ῡ], εἶμαι [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἰσχυρός]], πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ [[λόγος]] Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· [[οἶνος]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, [[βλαστάνω]] ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. | |lstext='''ὑπερισχύω''': [ῡ], εἶμαι [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἰσχυρός]], πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ [[λόγος]] Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· [[οἶνος]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, [[βλαστάνω]] ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. μετὰ γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ. Ἑβδ. (Δαν. ΙΑ΄, 23). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπερισχύω]] ΝΑ [[ἰσχύω]]<br />[[είμαι]] ή αναδεικνύομαι [[πανίσχυρος]], [[επικρατώ]], [[υπερνικώ]], επιβάλλομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φωτιά]]) έχω υπέρμετρη [[ένταση]]<br /><b>2.</b> (για δέντρα) [[είμαι]] εξαιρετικά [[γόνιμος]], [[παραγωγικός]]. | |mltxt=[[ὑπερισχύω]] ΝΑ [[ἰσχύω]]<br />[[είμαι]] ή αναδεικνύομαι [[πανίσχυρος]], [[επικρατώ]], [[υπερνικώ]], επιβάλλομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φωτιά]]) έχω υπέρμετρη [[ένταση]]<br /><b>2.</b> (για δέντρα) [[είμαι]] εξαιρετικά [[γόνιμος]], [[παραγωγικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:42, 2 November 2024
English (LSJ)
[ῡ],
A to be exceedingly strong, of fire, Thphr. Ign.10; ὁ λόγος LXX 2 Ki.24.4; οἶνος ib.qEs.3.10, cf. 4.41; of trees, to be too luxuriant, Thphr. CP 3.18.2.
2 of persons, to be overbearing, Sammelb. 4638.6 (ii B. C.).
II c. gen., to be stronger than, prevail over, τοῦ πάθους J.BJ1.29.4, cf. LXX Jo.17.18: also c. acc., PPetr.2p.58 (iii B. C., cf. 3p.66), PRyl.119.30 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1197] überaus stark, fest sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερισχύω: [ῡ], εἶμαι ὑπερβαλλόντως ἰσχυρός, πῦρ Θεοφρ. π. Πυρὸς 10 ὁ λόγος Ἑβδ. (Β΄ Βασ. κεφ. ΚΔ΄, 4)· οἶνος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 2· ― ἐπὶ δένδρων, ὀργῶ ζωηρότατα πρὸς βλάστησιν, βλαστάνω ζωηρότατα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 2. ΙΙ. μετὰ γεν., εἶμαι ἰσχυρότερός τινος, ἐπικρατῶ, ὑπερνικῶ, τοῦ πάθους Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 1. 29, 4, πρβλ. Ἑβδ. (Δαν. ΙΑ΄, 23).
Greek Monolingual
ὑπερισχύω ΝΑ ἰσχύω
είμαι ή αναδεικνύομαι πανίσχυρος, επικρατώ, υπερνικώ, επιβάλλομαι
αρχ.
1. (για φωτιά) έχω υπέρμετρη ένταση
2. (για δέντρα) είμαι εξαιρετικά γόνιμος, παραγωγικός.