συλλαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(nl)
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syllagchano
|Transliteration C=syllagchano
|Beta Code=sullagxa/nw
|Beta Code=sullagxa/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be joined by lot with</b>, τινι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>266c</span>, <span class="bibl">266e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ti.</span>18e</span>; <b class="b3">ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς</b> <b class="b2">who was chosen by lot to be</b> interrex at that time, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Num.</span>7</span>.</span>
|Definition=to [[be joined by lot with]], τινι [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 266c, 266e, ''Ti.''18e; <b class="b3">ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς</b> [[who was chosen by lot to be]] interrex at that time, Plu.''Num.''7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0975.png Seite 975]] (s. [[λαγχάνω]]), durch das Loos mit zugetheilt od. womit vereinigt werden; οἱ ἀγαθοὶ τοῖς ὁμοίοις ξυλλήξονται, Plat. Tim. 18 e, vgl.Polit. 266 c; Sp.: ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς [[μεσοβασιλεύς]], Plut. Num. 7, der gerade zu der Zeit zum interrex gewählt war; Luc. de luct. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0975.png Seite 975]] (s. [[λαγχάνω]]), durch das Loos mit zugetheilt od. womit vereinigt werden; οἱ ἀγαθοὶ τοῖς ὁμοίοις ξυλλήξονται, Plat. Tim. 18 e, vgl.Polit. 266 c; Sp.: ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς [[μεσοβασιλεύς]], Plut. Num. 7, der gerade zu der Zeit zum interrex gewählt war; Luc. de luct. 20.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συλλαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι· πρκμ. -είληχα. Συνάπτομαι διὰ κλήρου μετά τινος, τινὶ Πλάτ. Πολιτ. 266C, E, Τίμ. 18Ε· ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς [[μεσοβασιλεύς]], ὁ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον διὰ κλήρου ἐκλεχθεὶς νὰ γείνῃ [[μεσοβασιλεύς]], Πλουτ. Νουμ. 7.
|btext=<i>f.</i> συλλήξομαι, <i>ao.2</i> συνέλαχον, <i>etc.</i><br />[[se trouver en même temps que]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λαγχάνω]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=<i>f.</i> συλλήξομαι, <i>ao.2</i> συνέλαχον, <i>etc.</i><br />se trouver en même temps que, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λαγχάνω]].
|elnltext=συλ-λαγχάνω door het lot verbonden worden (met), met dat. met pred. nom. door het lot gekozen worden als:. ὁ μὲν ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεὺς Σπόριος Οὐέττιος de man die voor die paar uur door het lot tot tussenkoning was aangewezen, Spurius Vettius Plut. Num. 7.2.
}}
}}
{{grml
{{elru
|mltxt=και αττ. τ. ξυλλαγχάνω Α [[λαγχάνω]]<br />απονέμομαι με κλήρο [[μαζί]] με κάποιον ή ενώνομαι με κάποιον με κλήρο («οἱ ἀγαθοί τοῑς ὁμοίοις ξυλλήξονται», <b>Πλάτ.</b>).
|elrutext='''συλλαγχάνω:''' (χᾰ) (fut. συλλήξομαι, aor. 2 συνείλαχον) совместно получать по жребию, т. е. получать одинаковый жребий, разделять участь (τοῖς ὁμοίοις Plat.): ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς [[μεσοβασιλεύς]] Plut. как раз в это время избранный интеррексом.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξυλλαγχάνω Α [[λαγχάνω]]<br />απονέμομαι με κλήρο [[μαζί]] με κάποιον ή ενώνομαι με κάποιον με κλήρο («οἱ ἀγαθοί τοῑς ὁμοίοις ξυλλήξονται», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=και αττ. τ. ξυλλαγχάνω Α [[λαγχάνω]]<br />απονέμομαι με κλήρο [[μαζί]] με κάποιον ή ενώνομαι με κάποιον με κλήρο («οἱ ἀγαθοί τοῖς ὁμοίοις ξυλλήξονται», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συλλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, παρακ. <i>-είληχα</i>· έχω επιλεγεί με κλήρο μαζί με άλλους, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συλλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, παρακ. <i>-είληχα</i>· έχω επιλεγεί με κλήρο μαζί με άλλους, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συλλαγχάνω:''' (χᾰ) (fut. συλλήξομαι, aor. 2 συνείλαχον) совместно получать по жребию, т. е. получать одинаковый жребий, разделять участь (τοῖς ὁμοίοις Plat.): ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς [[μεσοβασιλεύς]] Plut. как раз в это время избранный интеррексом.
|lstext='''συλλαγχάνω''': μέλλ. -λήξομαι· πρκμ. -είληχα. Συνάπτομαι διὰ κλήρου μετά τινος, τινὶ Πλάτ. Πολιτ. 266C, E, Τίμ. 18Ε· ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς [[μεσοβασιλεύς]], ὁ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον διὰ κλήρου ἐκλεχθεὶς νὰ γείνῃ [[μεσοβασιλεύς]], Πλουτ. Νουμ. 7.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=συλ-λαγχάνω door het lot verbonden worden (met), met dat. met pred. nom. door het lot gekozen worden als:. ὁ μὲν ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεὺς Σπόριος Οὐέττιος de man die voor die paar uur door het lot tot tussenkoning was aangewezen, Spurius Vettius Plut. Num. 7.2.
|mdlsjtxt=fut. -λήξομαι perf. -είληχα<br />to be [[chosen]] by lot with others, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 17:01, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλαγχάνω Medium diacritics: συλλαγχάνω Low diacritics: συλλαγχάνω Capitals: ΣΥΛΛΑΓΧΑΝΩ
Transliteration A: syllanchánō Transliteration B: syllanchanō Transliteration C: syllagchano Beta Code: sullagxa/nw

English (LSJ)

to be joined by lot with, τινι Pl.Plt. 266c, 266e, Ti.18e; ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς who was chosen by lot to be interrex at that time, Plu.Num.7.

German (Pape)

[Seite 975] (s. λαγχάνω), durch das Loos mit zugetheilt od. womit vereinigt werden; οἱ ἀγαθοὶ τοῖς ὁμοίοις ξυλλήξονται, Plat. Tim. 18 e, vgl.Polit. 266 c; Sp.: ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς, Plut. Num. 7, der gerade zu der Zeit zum interrex gewählt war; Luc. de luct. 20.

French (Bailly abrégé)

f. συλλήξομαι, ao.2 συνέλαχον, etc.
se trouver en même temps que, τινι.
Étymologie: σύν, λαγχάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλ-λαγχάνω door het lot verbonden worden (met), met dat. met pred. nom. door het lot gekozen worden als:. ὁ μὲν ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεὺς Σπόριος Οὐέττιος de man die voor die paar uur door het lot tot tussenkoning was aangewezen, Spurius Vettius Plut. Num. 7.2.

Russian (Dvoretsky)

συλλαγχάνω: (χᾰ) (fut. συλλήξομαι, aor. 2 συνείλαχον) совместно получать по жребию, т. е. получать одинаковый жребий, разделять участь (τοῖς ὁμοίοις Plat.): ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς Plut. как раз в это время избранный интеррексом.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυλλαγχάνω Α λαγχάνω
απονέμομαι με κλήρο μαζί με κάποιον ή ενώνομαι με κάποιον με κλήρο («οἱ ἀγαθοί τοῖς ὁμοίοις ξυλλήξονται», Πλάτ.).

Greek Monotonic

συλλαγχάνω: μέλ. -λήξομαι, παρακ. -είληχα· έχω επιλεγεί με κλήρο μαζί με άλλους, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συλλαγχάνω: μέλλ. -λήξομαι· πρκμ. -είληχα. Συνάπτομαι διὰ κλήρου μετά τινος, τινὶ Πλάτ. Πολιτ. 266C, E, Τίμ. 18Ε· ὁ ταῖς ὥραις ἐκείναις συνειληχὼς μεσοβασιλεύς, ὁ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον διὰ κλήρου ἐκλεχθεὶς νὰ γείνῃ μεσοβασιλεύς, Πλουτ. Νουμ. 7.

Middle Liddell

fut. -λήξομαι perf. -είληχα
to be chosen by lot with others, Plut.