αυ: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=αὖ <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> εκ νέου, [[πάλι]]<br /><b>2.</b> [[επιπλέον]], [[ακόμη]], [[επίσης]]<br /><b>3.</b> αφετέρου, εξάλλου<br /><b>4.</b> αντιθέτως, [[τουναντίον]]<br /><b>5.</b> [[αλλά]]<br /><b>6.</b> [[προς]] τα [[πίσω]], [[πίσω]]<br /><b>7.</b> ως [[επιφώνημα]] ή [[ερώτηση]] που εκφράζει [[αδημονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. επίρρ. <i>αυ</i> συνδέεται με τα λατ. <i>aut</i>, <i>autem</i> «δε, [[λοιπόν]], μεν...δε», με το οσκ. <i>auti</i> και πιθ. με το αρχ. ινδ. <i>άνα</i> «[[προς]] τα [[κάτω]], εδώ [[κάτω]]». Ανάγεται στο ινδοευρ. επίρρ. <i>αιι</i> «[[πίσω]], [[πάλι]]» και απαντά ως [[πρόθημα]] στις διάφορες ινδοευρ. γλώσσες για να δηλώσει τον χωρισμό, την [[απομάκρυνση]] (πρβλ. <i>αυχάττειν</i> «αναχωρείν, αναχάζεσθαι» στη [[γλώσσα]] του Ησυχίου, λατ. <i>au</i>-<i>fugio</i> «[[αποφεύγω]]», <i>au</i>-<i>fero</i> «[[αφαιρώ]], [[αρπάζω]]», βαλτ. <i>αu</i>-, αρχ. σλαβ. <i>u</i>- «[[μακριά]], από»). Συντίθεται [[επίσης]] με άλλα μόρια και σχηματίζει τ. όπως: <i>αύ</i>-<i>τε</i>, <i>αύ</i>-<i>θ</i>-<i>ις</i>, (επικ. ιων.) <i>αύ</i>-<i>τις</i>, <b>(κρητ.)</b> <i>αύ</i>-<i>τ</i>-<i>ιν</i>, <b>(θεσσ.)</b> <i>αύ</i>-<i>θε</i>].
|mltxt=[[αὖ]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> εκ νέου, [[πάλι]]<br /><b>2.</b> [[επιπλέον]], [[ακόμη]], [[επίσης]]<br /><b>3.</b> αφετέρου, εξάλλου<br /><b>4.</b> αντιθέτως, [[τουναντίον]]<br /><b>5.</b> [[αλλά]]<br /><b>6.</b> [[προς]] τα [[πίσω]], [[πίσω]]<br /><b>7.</b> ως [[επιφώνημα]] ή [[ερώτηση]] που εκφράζει [[αδημονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. επίρρ. <i>αυ</i> συνδέεται με τα λατ. <i>aut</i>, <i>autem</i> «δε, [[λοιπόν]], μεν...δε», με το οσκ. <i>auti</i> και πιθ. με το αρχ. ινδ. <i>άνα</i> «[[προς]] τα [[κάτω]], εδώ [[κάτω]]». Ανάγεται στο ινδοευρ. επίρρ. <i>αιι</i> «[[πίσω]], [[πάλι]]» και απαντά ως [[πρόθημα]] στις διάφορες ινδοευρ. γλώσσες για να δηλώσει τον χωρισμό, την [[απομάκρυνση]] (πρβλ. <i>αυχάττειν</i> «αναχωρείν, αναχάζεσθαι» στη [[γλώσσα]] του Ησυχίου, λατ. <i>au</i>-<i>fugio</i> «[[αποφεύγω]]», <i>au</i>-<i>fero</i> «[[αφαιρώ]], [[αρπάζω]]», βαλτ. <i>αu</i>-, αρχ. σλαβ. <i>u</i>- «[[μακριά]], από»). Συντίθεται [[επίσης]] με άλλα μόρια και σχηματίζει τ. όπως: <i>αύ</i>-<i>τε</i>, <i>αύ</i>-<i>θ</i>-<i>ις</i>, (επικ. ιων.) <i>αύ</i>-<i>τις</i>, <b>(κρητ.)</b> <i>αύ</i>-<i>τ</i>-<i>ιν</i>, <b>(θεσσ.)</b> <i>αύ</i>-<i>θε</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:31, 7 November 2024

Greek Monolingual

αὖ επίρρ. (Α)
1. εκ νέου, πάλι
2. επιπλέον, ακόμη, επίσης
3. αφετέρου, εξάλλου
4. αντιθέτως, τουναντίον
5. αλλά
6. προς τα πίσω, πίσω
7. ως επιφώνημα ή ερώτηση που εκφράζει αδημονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίρρ. αυ συνδέεται με τα λατ. aut, autem «δε, λοιπόν, μεν...δε», με το οσκ. auti και πιθ. με το αρχ. ινδ. άνα «προς τα κάτω, εδώ κάτω». Ανάγεται στο ινδοευρ. επίρρ. αιι «πίσω, πάλι» και απαντά ως πρόθημα στις διάφορες ινδοευρ. γλώσσες για να δηλώσει τον χωρισμό, την απομάκρυνση (πρβλ. αυχάττειν «αναχωρείν, αναχάζεσθαι» στη γλώσσα του Ησυχίου, λατ. au-fugio «αποφεύγω», au-fero «αφαιρώ, αρπάζω», βαλτ. αu-, αρχ. σλαβ. u- «μακριά, από»). Συντίθεται επίσης με άλλα μόρια και σχηματίζει τ. όπως: αύ-τε, αύ-θ-ις, (επικ. ιων.) αύ-τις, (κρητ.) αύ-τ-ιν, (θεσσ.) αύ-θε].