περίστροφος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peristrofos
|Transliteration C=peristrofos
|Beta Code=peri/strofos
|Beta Code=peri/strofos
|Definition=περίστροφον,<br><span class="bld">A</span> turning round: turning in a socket, κοτύλαι Aret.''SD''2.12.<br><span class="bld">II</span> Subst., [[twisted rope]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[περιδρόμους]] in X.''Cyn.''2.6.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">περίστροφος· ὁ τῆς ὑποσφραγῖδος τόπος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
|Definition=περίστροφον,<br><span class="bld">A</span> turning round: turning in a socket, κοτύλαι Aret.''SD''2.12.<br><span class="bld">II</span> Subst., [[twisted rope]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[περιδρόμους]] in [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''2.6.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">περίστροφος· ὁ τῆς ὑποσφραγῖδος τόπος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:53, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστροφος Medium diacritics: περίστροφος Low diacritics: περίστροφος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: perístrophos Transliteration B: peristrophos Transliteration C: peristrofos Beta Code: peri/strofos

English (LSJ)

περίστροφον,
A turning round: turning in a socket, κοτύλαι Aret.SD2.12.
II Subst., twisted rope, f.l. for περιδρόμους in X.Cyn.2.6.
III περίστροφος· ὁ τῆς ὑποσφραγῖδος τόπος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 595] 1) umgedreht, umzudrehen. – 2) ὁ π., ein Seil zum Stellen und Zusammenziehen, Xen. Cyn. 2, 7, sonst περίδρομος.

Russian (Dvoretsky)

περίστροφος:веревка для вдержки (стягивания сети) Xen.

Greek (Liddell-Scott)

περίστροφος: -ον, ὁ περιεστραμμένος· ἐπίρρ. -φως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 58. ΙΙ. ὡς οὐσ., σχοινίον συνεστραμμένον, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κυν. 2. 6.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίστροφος, -ον ΝΑ περιστρέφω
περιστροφικός
νεοελλ.
1. περιεστραμμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το περίστροφο
μικρό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική προστασία, που τροφοδοτείται από κυλινδρική φυσιγγιοθήκη, γνωστή ως βυκίο, τοποθετημένη μεταξύ της κάννης και του συστήματος επίκρουσης
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.περίστροφος
σχοινί συνεστραμμένο που χρησίμευε για τη συστολή και διαστολή του θηρευτικού διχτιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῆς ὑποσφραγῖδος τόπος».