ὑπατμισμός: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[ὑπατμίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ὑπατμίζω]]. | |mltxt=ὁ, Α [[ὑπατμίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ὑπατμίζω]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[fumigation]]=== | |||
Catalan: fumigació; Greek: [[υποκαπνισμός]], [[καπνισμός]]; Ancient Greek: [[ἀποθείωσις]], [[ἀποκαπνισμός]], [[ἐγκάπνισμα]], [[θυμίαμα]], [[θυμίασις]], [[περιθείωμα]], [[περιθείωσις]], [[ὑπατμισμός]], [[ὑποθυμίαμα]], [[ὑποθυμίασις]], [[ὑποθυμίησις]], [[ὑποκάπνισμα]], [[ὑποκαπνισμός]]; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: [[suffitio]], [[fumigatio]]; Persian: تدخین; Portuguese: [[fumigação]]; Spanish: [[fumigación]]; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw | |||
}} | }} |
Revision as of 16:06, 7 November 2024
English (LSJ)
ὁ, vaporization, Id.3.23, Orib.Syn.9.53, Alex.Trall.1.16.
German (Pape)
[Seite 1184] ὁ, das Unterhalten und Räuchern, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπατμισμός: -οῦ, ὁ, τὸ ὑπατμίζεσθαι, αὐτόθι 23 (26).
Greek Monolingual
ὁ, Α ὑπατμίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ὑπατμίζω.
Translations
fumigation
Catalan: fumigació; Greek: υποκαπνισμός, καπνισμός; Ancient Greek: ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: suffitio, fumigatio; Persian: تدخین; Portuguese: fumigação; Spanish: fumigación; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw