ὑπόγραμμα: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(12) |
m (Text replacement - "Uebrigen" to "Übrigen") |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypogramma | |Transliteration C=ypogramma | ||
|Beta Code=u(po/gramma | |Beta Code=u(po/gramma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[inscription]] on the [[base]] of a [[στήλη]], Lycurg. 118.<br><span class="bld">II</span> [[pigment]] used for [[painting]] under the [[eyelid]]s, Ar.Fr. 320.5, cf. Phryn.PSp.118 B., EM782.8: v. [[ὑπογραφή]] III. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1213.png Seite 1213]] τό, 1) das [[Unterschriebene]], die [[Unterschrift]], Sp. – Auch die [[Inschrift]], [[Aufschrift]], das dem Übrigen Voranstehende, Lycurg. 118, wo darauf folgt τοὺς [[ὕστερον]] προσαναγραφέντας. – 2) das [[Schminken]] der [[Augenbrauen]], auch die dazu gebrauchte Schminke, Phryn. in B. A. 68. S. [[ὑπογράφω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόγραμμα:''' τό [[краска для подведения глаз]], [[сурьма]] Arph. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπόγραμμα''': τό, ἐπιγραφή ἀναγεγραμμένη ἐν στήλῃ, Λυκοῦργ. 164. 33. ΙΙ. Μέλαινά τις [[σκευασία]], δι’ ἧς ἔχριον τὰ ὑπὸ τὰ βλέφαρα μέρη αἱ γυναῖκες, πρβλ. [[στίβι]] καὶ [[στίμμι]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 695, πρβλ. Α. Β. 68, ὑπογραφὴ ΙΙΙ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άμματος, τὸ, Α [[ὑπογράφω]]<br /><b>1.</b> [[επιγραφή]] σε [[βάση]] στήλης<br /><b>2.</b> μελανή [[χρωστική]] [[ουσία]] για το [[βάψιμο]] του δέρματος [[κάτω]] από τα βλέφαρα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:46, 9 November 2024
English (LSJ)
-ατος, τό,
A inscription on the base of a στήλη, Lycurg. 118.
II pigment used for painting under the eyelids, Ar.Fr. 320.5, cf. Phryn.PSp.118 B., EM782.8: v. ὑπογραφή III.
German (Pape)
[Seite 1213] τό, 1) das Unterschriebene, die Unterschrift, Sp. – Auch die Inschrift, Aufschrift, das dem Übrigen Voranstehende, Lycurg. 118, wo darauf folgt τοὺς ὕστερον προσαναγραφέντας. – 2) das Schminken der Augenbrauen, auch die dazu gebrauchte Schminke, Phryn. in B. A. 68. S. ὑπογράφω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόγραμμα: τό краска для подведения глаз, сурьма Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόγραμμα: τό, ἐπιγραφή ἀναγεγραμμένη ἐν στήλῃ, Λυκοῦργ. 164. 33. ΙΙ. Μέλαινά τις σκευασία, δι’ ἧς ἔχριον τὰ ὑπὸ τὰ βλέφαρα μέρη αἱ γυναῖκες, πρβλ. στίβι καὶ στίμμι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 695, πρβλ. Α. Β. 68, ὑπογραφὴ ΙΙΙ.
Greek Monolingual
-άμματος, τὸ, Α ὑπογράφω
1. επιγραφή σε βάση στήλης
2. μελανή χρωστική ουσία για το βάψιμο του δέρματος κάτω από τα βλέφαρα.