λιστός: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
m (Text replacement - " compds. " to " compounds ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=listos | |Transliteration C=listos | ||
|Beta Code=listo/s | |Beta Code=listo/s | ||
|Definition= | |Definition=λιστή, λιστόν, ([[λίσσομαι]]) to [[be moved by prayer]], Il.9.497 (as quoted in [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 364d): elsewhere only in compounds [[ἄλλιστος]], [[τρίλλιστος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qu'on fléchit par des prières]].<br />'''Étymologie:''' [[λίσσομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λιστός:''' [[умолимый]] (θεοί Hom. ap. Plat. - вм. [[στρεπτός]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λιστός''': -ή, -όν, ([[λίσσομαι]]) ὃν δύναται νὰ συγκινήσῃ ἡ [[ἱκεσία]], Ἰλ. Ι. 497 ὡς μνημονεύεται παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 364D (ἀλλὰ νῦν ἐν τῷ Ὁμηρ. στίχῳ ὑπάρχει ἀντὶ τοῦ λιστοὶ ἡ λεξ. στρεπτοί)· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέτοις [[ἄλλιστος]], [[τρίλλιστος]]. | |lstext='''λιστός''': -ή, -όν, ([[λίσσομαι]]) ὃν δύναται νὰ συγκινήσῃ ἡ [[ἱκεσία]], Ἰλ. Ι. 497 ὡς μνημονεύεται παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 364D (ἀλλὰ νῦν ἐν τῷ Ὁμηρ. στίχῳ ὑπάρχει ἀντὶ τοῦ λιστοὶ ἡ λεξ. στρεπτοί)· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέτοις [[ἄλλιστος]], [[τρίλλιστος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λιστός:''' -ή, -όν ([[λίσσομαι]]), αυτός ο [[οποίος]] μπορεί να συγκινηθεί από [[ικεσία]], [[παρά]] Πλάτ. | |lsmtext='''λιστός:''' -ή, -όν ([[λίσσομαι]]), αυτός ο [[οποίος]] μπορεί να συγκινηθεί από [[ικεσία]], [[παρά]] Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λιστός]], ή, όν [[λίσσομαι]]<br />to be moved by [[prayer]], ap. Plat. | |mdlsjtxt=[[λιστός]], ή, όν [[λίσσομαι]]<br />to be moved by [[prayer]], ap. Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 11 November 2024
English (LSJ)
λιστή, λιστόν, (λίσσομαι) to be moved by prayer, Il.9.497 (as quoted in Pl.R. 364d): elsewhere only in compounds ἄλλιστος, τρίλλιστος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu'on fléchit par des prières.
Étymologie: λίσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
λιστός: умолимый (θεοί Hom. ap. Plat. - вм. στρεπτός).
Greek (Liddell-Scott)
λιστός: -ή, -όν, (λίσσομαι) ὃν δύναται νὰ συγκινήσῃ ἡ ἱκεσία, Ἰλ. Ι. 497 ὡς μνημονεύεται παρὰ Πλάτ. ἐν Πολ. 364D (ἀλλὰ νῦν ἐν τῷ Ὁμηρ. στίχῳ ὑπάρχει ἀντὶ τοῦ λιστοὶ ἡ λεξ. στρεπτοί)· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν συνθέτοις ἄλλιστος, τρίλλιστος.
Greek Monolingual
λιστός, -ή, -όν (Α) λίσσομαι
αυτός που συγκινείται από τις ικεσίες.
Greek Monotonic
λιστός: -ή, -όν (λίσσομαι), αυτός ο οποίος μπορεί να συγκινηθεί από ικεσία, παρά Πλάτ.