θαλασσόπλαγκτος: Difference between revisions
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thalassoplagktos | |Transliteration C=thalassoplagktos | ||
|Beta Code=qalasso/plagktos | |Beta Code=qalasso/plagktos | ||
|Definition=θαλασσόπλαγκτον, ([[πλάζω]]) [[made to wander o'er the sea]], [[seatost]], of ships, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''467; of a corpse, E.''Hec.''782:—also [[θαλασσοπλάνητος]] [πλᾰ], ον Sch.Opp.''H.''4.582. | |Definition=θαλασσόπλαγκτον, ([[πλάζω]]) [[made to wander o'er the sea]], [[seatost]], of ships, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''467; of a corpse, [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''782:—also [[θαλασσοπλάνητος]] [πλᾰ], ον Sch.Opp.''H.''4.582. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:46, 15 November 2024
English (LSJ)
θαλασσόπλαγκτον, (πλάζω) made to wander o'er the sea, seatost, of ships, A.Pr.467; of a corpse, E.Hec.782:—also θαλασσοπλάνητος [πλᾰ], ον Sch.Opp.H.4.582.
German (Pape)
[Seite 1183] auf dem Meere umhergetrieben, -irrend, ναυτίλων ὀχήματα Aesch. Prom. 467, vgl. Eur. Hec. 782.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui erre sur mer (navire);
2 qui erre au sein de la mer (cadavre).
Étymologie: θάλασσα, πλάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
θᾰλασσόπλαγκτος:
1 блуждающий по морю (ναυτίλων ὀχήματα Aesch.);
2 несомый морскими волнами (sc. νεκρός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλασσόπλαγκτος: -ον, (πλάζω) φερόμενος ἐπὶ θαλάσσης, ἐπὶ πλοίων, ναυτίλων ὀχήματα Αἰσχύλ. Πρ. 467· ἐπὶ πτώματος, Εὐρ. Ἑκ. 782.
Greek Monolingual
θαλασσόπλαγκτος, -ον (Α)
αυτός που πλανιέται στη θάλασσα («θαλασσόπλαγκτα... ναυτίλων ὀχήματα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -πλαγκτός (< πλάζω) «περιπλανώμαι», πρβλ. αιθερόπλαγκτος, νυκτίπλαγκτος].
Greek Monotonic
θᾰλασσόπλαγκτος: -ον (πλάζω), αυτός που έχει φτιαχτεί για να περιπλανιέται στη θάλασσα, ο θαλασσοψημένος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
θᾰλασσό-πλαγκτος, ον πλάζω
made to wander o'er the sea, sea-tost, Aesch., Eur.