πιθανολόγημα: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(6_21) |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pithanologima | |Transliteration C=pithanologima | ||
|Beta Code=piqanolo/ghma | |Beta Code=piqanolo/ghma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[probable argument]], Sch.[[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]'' 258. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πιθανολόγημα''': τό, [[λόγος]] [[πιθανός]], [[πιθανολογία]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. 255. | |lstext='''πιθανολόγημα''': τό, [[λόγος]] [[πιθανός]], [[πιθανολογία]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. 255. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[πιθανολογώ]]<br /><b>1.</b> [[πιθανός]] [[λόγος]] ή [[γνώμη]] για την [[πιθανότητα]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> [[επιχείρημα]] που βασίζεται σε πιθανότητες. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:48, 15 November 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, probable argument, Sch.E.Hec. 258.
Greek (Liddell-Scott)
πιθανολόγημα: τό, λόγος πιθανός, πιθανολογία, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. 255.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πιθανολογώ
1. πιθανός λόγος ή γνώμη για την πιθανότητα ενός πράγματος
2. επιχείρημα που βασίζεται σε πιθανότητες.