σκεπτέον: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")
(CSV import)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skepteon
|Transliteration C=skepteon
|Beta Code=skepte/on
|Beta Code=skepte/on
|Definition=(σκέπτομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one must reflect]] or [[consider]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>35</span>, <span class="bibl">Th. 1.72</span>; οὐ ταύτῃ σ. ὃ ζητοῦμεν <span class="bibl">Pl. <span class="title">Tht.</span>188c</span>; περί τινος <span class="bibl">Id.<span class="title">Ti.</span>28b</span>; τόδε, εἰ . . <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>3.4</span>; τίς κτῆσις δικαία ἐστί <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span>1.3.17</span>; ποῖά ποτε . . <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>8.39</span>; ὅπως . . <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>1.3.11</span>; [[one must pay attention to]], τὸ χωρίον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Liqu.</span>2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">σκεπτέος, α, ον</b>, to [[be considered]], [[examined]], ἡ ἀλήθεια σ. αὐτῶν <span class="bibl">Antipho 3.4.2</span>.</span>
|Definition=([[σκέπτομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[one must reflect]] or [[consider]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''35, Th. 1.72; οὐ ταύτῃ σ. ὃ ζητοῦμεν Pl. ''Tht.''188c; περί τινος Id.''Ti.''28b; τόδε, εἰ.. X.''Eq.''3.4; τίς κτῆσις δικαία ἐστί Id.''Cyr.''1.3.17; ποῖά ποτε.. Id.''Smp.''8.39; ὅπως.. Id.''An.''1.3.11; [[one must pay attention to]], τὸ χωρίον Hp.''Liqu.''2.<br><span class="bld">2</span> [[σκεπτέος]], [[α]], [[ον]], to [[be considered]], [[examined]], ἡ ἀλήθεια σ. αὐτῶν Antipho 3.4.2.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκεπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[σκέπτομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κάτι]] που πρέπει να συλλογιζόμαστε, να υπολογίζουμε, να σκεφτόμαστε, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκεπτέος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν, να τύχει σκέψης, να εξεταστεί, σε Αντιφ.
|lsmtext='''σκεπτέον:''' ρημ. επίθ. του [[σκέπτομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κάτι]] που πρέπει να συλλογιζόμαστε, να υπολογίζουμε, να σκεφτόμαστε, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκεπτέος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, αυτός που πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν, να τύχει σκέψης, να εξεταστεί, σε Αντιφ.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[considerandum]]'', to [[be considered]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.72.1/ 1.72.1].
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεπτέον Medium diacritics: σκεπτέον Low diacritics: σκεπτέον Capitals: ΣΚΕΠΤΕΟΝ
Transliteration A: skeptéon Transliteration B: skepteon Transliteration C: skepteon Beta Code: skepte/on

English (LSJ)

(σκέπτομαι)
A one must reflect or consider, Ar.Eq.35, Th. 1.72; οὐ ταύτῃ σ. ὃ ζητοῦμεν Pl. Tht.188c; περί τινος Id.Ti.28b; τόδε, εἰ.. X.Eq.3.4; τίς κτῆσις δικαία ἐστί Id.Cyr.1.3.17; ποῖά ποτε.. Id.Smp.8.39; ὅπως.. Id.An.1.3.11; one must pay attention to, τὸ χωρίον Hp.Liqu.2.
2 σκεπτέος, α, ον, to be considered, examined, ἡ ἀλήθεια σ. αὐτῶν Antipho 3.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

σκεπτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ σκέπτομαι, πρέπει τις νὰ σκεφθῇ ἢ ἐξετάση, Ἀριστοφ. Ἱππ. 35, Θουκ. 1. 72· σκ. τι ταύτῃ Πλάτ. Θεαίτ. 188C· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 28Β· τόδε, εἰ ..., Ξεν. Ἱππ. 3, 4· τί ἐστι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 3, 17· ποῖά ποτε ... ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8, 39· ὅπως ... ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 3, 11. 2) σκεπτέος, α, ον, ὃν πρέπει τις νὰ θεωρήσῃ ἢ ἐξετάσῃ, ἡ ἀλήθεια αὐτῶν σκ. Ἀντιφῶν 124. 10.

Greek Monotonic

σκεπτέον: ρημ. επίθ. του σκέπτομαι·
1. κάτι που πρέπει να συλλογιζόμαστε, να υπολογίζουμε, να σκεφτόμαστε, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
2. σκεπτέος, , -ον, αυτός που πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν, να τύχει σκέψης, να εξεταστεί, σε Αντιφ.

Lexicon Thucydideum

considerandum, to be considered, 1.72.1.