ἀπομιμνήσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(6_13a)
(CSV import)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπομιμνήσκομαι''': μέλλ. -μνήσομαι: ἀόρ. -εμνησάμην: Ἀποθ., ἀναμιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι, [[ἀναγνωρίζω]], τῷ οἱ ἀπεμνήσαντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ, «δι’ ὃ αὐτῷ ἀπεμνημόνευσαν καὶ ἐν τῇ θανάτου γε μοίρᾳ» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ω. 428· ἀπεμνήσαντο [[χάριν]] εὐεργεσιάων..., δι’ εὐεργεσίας..., Ἡσ. Θ. 503· αὐτῷ δέ… [[χάριν]] ἀπομνήσεσθαι ἀξίαν Θουκ. 1. 137, Εὐρ. Ἄλκ. 299· πρβλ. [[ἀπομνημονεύω]].
|lstext='''ἀπομιμνήσκομαι''': μέλλ. -μνήσομαι: ἀόρ. -εμνησάμην: Ἀποθ., ἀναμιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι, [[ἀναγνωρίζω]], τῷ οἱ ἀπεμνήσαντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ, «δι’ ὃ αὐτῷ ἀπεμνημόνευσαν καὶ ἐν τῇ θανάτου γε μοίρᾳ» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ω. 428· ἀπεμνήσαντο [[χάριν]] εὐεργεσιάων..., δι’ εὐεργεσίας..., Ἡσ. Θ. 503· αὐτῷ δέ… [[χάριν]] ἀπομνήσεσθαι ἀξίαν Θουκ. 1. 137, Εὐρ. Ἄλκ. 299· πρβλ. [[ἀπομνημονεύω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. [[ἀπεμνήσαντο]]: [[remember]] [[something]] in [[return]] (cf. ἀποδοῦναι), Il. 24.428†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπομιμνῄσκομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξαναθυμάμαι]]<br /><b>2.</b> [[αναγνωρίζω]], [[ανταποδίδω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Mid.:— to [[remember]] [[fully]], [[χάριν]] ἀπ. to [[recognise]], [[repay]] a [[favour]], [[feel]] [[gratitude]], Il., Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[memori animo referre]] (gratiam)'', to [[pay back (gratitude) with a grateful heart]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.137.2/ 1.137.2].
}}
}}

Latest revision as of 13:46, 16 November 2024

German (Pape)

[Seite 315] (s. μιμνήσκω), dep. pass., p. auch aor. med., sich erinnern, τῷ οἱ ἀπεμνήσαντο, sie gedachten es ihm im Guten, Il. 24, 428; τινὶ χάριν εὐεργεσιάων Hes. Th. 503; χάριν ἀξίαν ἀπομνήσεσθαι, τινί, Thuc. 1, 137; auch im Bösen gedenken.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομιμνήσκομαι: μέλλ. -μνήσομαι: ἀόρ. -εμνησάμην: Ἀποθ., ἀναμιμνήσκομαι, ἐνθυμοῦμαι, ἀναγνωρίζω, τῷ οἱ ἀπεμνήσαντο καὶ ἐν θανάτοιό περ αἴσῃ, «δι’ ὃ αὐτῷ ἀπεμνημόνευσαν καὶ ἐν τῇ θανάτου γε μοίρᾳ» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ω. 428· ἀπεμνήσαντο χάριν εὐεργεσιάων..., δι’ εὐεργεσίας..., Ἡσ. Θ. 503· αὐτῷ δέ… χάριν ἀπομνήσεσθαι ἀξίαν Θουκ. 1. 137, Εὐρ. Ἄλκ. 299· πρβλ. ἀπομνημονεύω.

English (Autenrieth)

aor. ἀπεμνήσαντο: remember something in return (cf. ἀποδοῦναι), Il. 24.428†.

Greek Monolingual

ἀπομιμνῄσκομαι (Α)
1. ξαναθυμάμαι
2. αναγνωρίζω, ανταποδίδω.

Middle Liddell

Mid.:— to remember fully, χάριν ἀπ. to recognise, repay a favour, feel gratitude, Il., Thuc.

Lexicon Thucydideum

memori animo referre (gratiam), to pay back (gratitude) with a grateful heart, 1.137.2.