κατακομιδή: Difference between revisions

From LSJ

δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't

Source
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατακομῐδή, ἡ,<br />a [[bringing]] [[down]] to the sea-[[shore]] for [[exportation]], Thuc. [from [[κατακομίζω]]
|mdlsjtxt=κατακομῐδή, ἡ,<br />a [[bringing]] [[down]] to the sea-[[shore]] for [[exportation]], Thuc. [from [[κατακομίζω]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[deportatio]]'', [[conveying away]], [[exile]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.120.2/ 1.120.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακομῐδή Medium diacritics: κατακομιδή Low diacritics: κατακομιδή Capitals: ΚΑΤΑΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: katakomidḗ Transliteration B: katakomidē Transliteration C: katakomidi Beta Code: katakomidh/

English (LSJ)

ἡ,
A bringing down to the sea-shore for exportation, opp. ἀντίληψις (importation), Th.1.120.
2 bringing home, σώματος D.S. 18.3.

German (Pape)

[Seite 1355] ἡ, das Herab-, Herunterbringen, z. B. der Früchte ans Meer zur Ausfuhr, Thuc. 1, 120, τοὺς δὲ τὴν μεσόγειαν κατῳκημένους εἰδέναι χρή, ὅτι χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδὴν τῶν ὡραίων, im Gegensatz von ἀντίληψις ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι. S. das Folgde. – Das Herbeischaffen, D. Sic. 18, 3.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
importation.
Étymologie: κατακομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατακομιδή -ῆς, ἡ [κατακομίζω] transport naar de kust.

Russian (Dvoretsky)

κατακομῐδή:
1 доставка (к морю), вывоз (τῶν ὡραίων Thuc.);
2 доставка, привоз (τοῦ σώματος τοῦ τετελευτηκότος Diod.).

Greek Monolingual

κατακομιδή, ἡ (Α) κατακομίζω
1. η μεταφορά στην παραλία εμπορευμάτων για εξαγωγή («χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδήν τῶν ὡραίων καὶ πάλιν ἀντίληψιν ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι», Θουκ.)
2. η μεταφορά στην πατρίδα
3. η αποστολή («πρὸς παράληψιν και κατακομιδήν βιβλίων πεμπομένων εἰς Ἀλεξάνδρειαν», πάπ.).

Greek Monotonic

κατακομῐδή: ἡ, μεταφορά προς την παραλία για πραγματοποίηση εξαγωγής εμπορευμάτων, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακομῐδή: ἡ, ἡ εἰς τὸ παράλιον καταβίβασις πρὸς ἐξαγωγὴν (ἐμπορευμάτων), ἀντίθετον τῷ ἀντίληψις, ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι (εἰσαγωγὴ ἐμπορ.) Θουκ. 1. 120. 2) τὸ φέρειν εἰς τὴν πατρίδα, Διόδ. 18. 3.

Middle Liddell

κατακομῐδή, ἡ,
a bringing down to the sea-shore for exportation, Thuc. [from κατακομίζω

Lexicon Thucydideum

deportatio, conveying away, exile, 1.120.2.