σβεστήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(1b)
(CSV import)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=svestirios
|Transliteration C=svestirios
|Beta Code=sbesth/rios
|Beta Code=sbesth/rios
|Definition=α<b class="b3">, ον</b> (ος, ον <span class="bibl">Ph.1.350</span>), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">serving to quench</b> or <b class="b2">put out</b>, <b class="b3">κωλύματα [πυρὸς] σ</b>. <span class="bibl">Th.7.53</span>: as Subst., σβεστήρια τοῦ πυρός <span class="bibl">D.H.3.56</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>34</span>, etc.: metaph., σ. κακοῦ φάρμακον <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">All.</span>20</span>; <b class="b3">σ. ἰάματα</b> (for a fever) Orib.<span class="title">Eup.</span> 3.6.</span>
|Definition=α, ον (ος, ον Ph.1.350), serving to [[quench]] or [[put out]], <b class="b3">κωλύματα [πυρὸς] σ.</b> Th.7.53: as [[substantive]], σβεστήρια τοῦ πυρός D.H.3.56, cf. Plu.''Cam.''34, etc.: metaph., σ. κακοῦ φάρμακον Heraclit.''All.''20; <b class="b3">σ. ἰάματα</b> (for a fever) Orib.''Eup.'' 3.6.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui sert à éteindre ; τὸ σβεστήριον moyen d'éteindre.<br />'''Étymologie:''' [[σβεστήρ]].
}}
{{elnl
|elnltext=σβεστήριος -α -ον [σβέννυμι] voor het blussen, tot blussen dienend; subst. blusmiddel.
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Löschen]], [[Auslöschen]] [[gehörig]], dazu [[dienlich]]</i>; σβεστήρια κωλύματα, Thuc. 7.53, <i>gegen das [[Feuer]]</i>; vgl. Plut. <i>Camill</i>. 34; Dion.Hal. 3.56.
}}
{{elru
|elrutext='''σβεστήριος:''' [[огнетушительный]]: σβεστήρια κωλύματα Thuc. средства тушения огня.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σβεστήριος''': -α, -ον, ὁ χρησιμεύων εἰς κατάσβεσιν, [[κατάλληλος]] πρὸς κατάσβεσιν, κωλύματα [πυρὸς] σβ. Θουκ. 7. 53· καὶ ὡς οὐσιαστ., σβεστήρια τοῦ πυρὸς Διον. Ἁλ. 3. 56, Πλουτ. Κάμιλλ. 34, κτλ.· μεταφορ., σβ. κακοῦ [[φάρμακον]] Ἡρακλείτ. Ἀλληγ. Ὁμ.· - [[ὡσαύτως]] σβεστικός, ή, όν, Ἀριστ. Προβλ. 23. 15, Θεοφρ. π. Πυρὸς 59.
|lstext='''σβεστήριος''': -α, -ον, ὁ χρησιμεύων εἰς κατάσβεσιν, [[κατάλληλος]] πρὸς κατάσβεσιν, κωλύματα [πυρὸς] σβ. Θουκ. 7. 53· καὶ ὡς οὐσιαστ., σβεστήρια τοῦ πυρὸς Διον. Ἁλ. 3. 56, Πλουτ. Κάμιλλ. 34, κτλ.· μεταφορ., σβ. κακοῦ [[φάρμακον]] Ἡρακλείτ. Ἀλληγ. Ὁμ.· - [[ὡσαύτως]] σβεστικός, ή, όν, Ἀριστ. Προβλ. 23. 15, Θεοφρ. π. Πυρὸς 59.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui sert à éteindre ; τὸ σβεστήριον moyen d’éteindre.<br />'''Étymologie:''' [[σβεστήρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, θηλ. και -ία, Α<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] ή [[χρήσιμος]] για [[σβήσιμο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπραϋντικός]] («σβεστήριον κακοῡ [[φάρμακον]]», Ηράκλειτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σβεσ</i>- του αορ. <i>ἔσβεσ</i>(<i>σ</i>)<i>α</i> του [[σβέννυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δρασ</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-ον, θηλ. και -ία, Α<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] ή [[χρήσιμος]] για [[σβήσιμο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπραϋντικός]] («σβεστήριον κακοῦ [[φάρμακον]]», Ηράκλειτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σβεσ</i>- του αορ. <i>ἔσβεσ</i>(<i>σ</i>)<i>α</i> του [[σβέννυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[δραστήριος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σβεστήριος:''' -α, -ον, αυτός που χρησιμεύει στην [[κατάσβεση]] της πυρκαγιάς, [[κατασβεστικός]], σε Θουκ.
|lsmtext='''σβεστήριος:''' -α, -ον, αυτός που χρησιμεύει στην [[κατάσβεση]] της πυρκαγιάς, [[κατασβεστικός]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=σβεστήριος -α -ον [σβέννυμι] voor het blussen, tot blussen dienend; subst. blusmiddel.
}}
{{elru
|elrutext='''σβεστήριος:''' огнетушительный: σβεστήρια κωλύματα Thuc. средства тушения огня.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σβεστήριος]], η, ον<br />serving to [[quench]] [[fire]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[σβεστήριος]], η, ον<br />serving to [[quench]] [[fire]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[ad extinguendum aptus]]'', [[suited for extinguishing]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.53.4/ 7.53.4].
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σβεστήριος Medium diacritics: σβεστήριος Low diacritics: σβεστήριος Capitals: ΣΒΕΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: sbestḗrios Transliteration B: sbestērios Transliteration C: svestirios Beta Code: sbesth/rios

English (LSJ)

α, ον (ος, ον Ph.1.350), serving to quench or put out, κωλύματα [πυρὸς] σ. Th.7.53: as substantive, σβεστήρια τοῦ πυρός D.H.3.56, cf. Plu.Cam.34, etc.: metaph., σ. κακοῦ φάρμακον Heraclit.All.20; σ. ἰάματα (for a fever) Orib.Eup. 3.6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sert à éteindre ; τὸ σβεστήριον moyen d'éteindre.
Étymologie: σβεστήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σβεστήριος -α -ον [σβέννυμι] voor het blussen, tot blussen dienend; subst. blusmiddel.

German (Pape)

zum Löschen, Auslöschen gehörig, dazu dienlich; σβεστήρια κωλύματα, Thuc. 7.53, gegen das Feuer; vgl. Plut. Camill. 34; Dion.Hal. 3.56.

Russian (Dvoretsky)

σβεστήριος: огнетушительный: σβεστήρια κωλύματα Thuc. средства тушения огня.

Greek (Liddell-Scott)

σβεστήριος: -α, -ον, ὁ χρησιμεύων εἰς κατάσβεσιν, κατάλληλος πρὸς κατάσβεσιν, κωλύματα [πυρὸς] σβ. Θουκ. 7. 53· καὶ ὡς οὐσιαστ., σβεστήρια τοῦ πυρὸς Διον. Ἁλ. 3. 56, Πλουτ. Κάμιλλ. 34, κτλ.· μεταφορ., σβ. κακοῦ φάρμακον Ἡρακλείτ. Ἀλληγ. Ὁμ.· - ὡσαύτως σβεστικός, ή, όν, Ἀριστ. Προβλ. 23. 15, Θεοφρ. π. Πυρὸς 59.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -ία, Α
1. κατάλληλος ή χρήσιμος για σβήσιμο
2. μτφ. καταπραϋντικός («σβεστήριον κακοῦ φάρμακον», Ηράκλειτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ- του αορ. ἔσβεσ(σ)α του σβέννυμι + επίθημα -τήριος (πρβλ. δραστήριος)].

Greek Monotonic

σβεστήριος: -α, -ον, αυτός που χρησιμεύει στην κατάσβεση της πυρκαγιάς, κατασβεστικός, σε Θουκ.

Middle Liddell

σβεστήριος, η, ον
serving to quench fire, Thuc.

Lexicon Thucydideum

ad extinguendum aptus, suited for extinguishing, 7.53.4.