ὀψωνάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opsonator
|Transliteration C=opsonator
|Beta Code=o)ywna/twr
|Beta Code=o)ywna/twr
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], ορος, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[caterer]], <span class="bibl">Ath.4.171a</span> (from Lat. [[obsonator]], cf. <span class="title">AB</span>339.14).</span>
|Definition=[ᾱ], ορος, ὁ, [[caterer]], Ath.4.171a (from Lat. [[obsonator]], cf. ''AB''339.14).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0434.png Seite 434]] ορος, ὁ, das lat. opsonator, Ath. IV, 171 a. Vgl. [[ἀγοραστής]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0434.png Seite 434]] ορος, ὁ, das lat. [[opsonator]], Ath. IV, 171 a. Vgl. [[ἀγοραστής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψωνάτωρ''': -ωρος, ὁ, [[ἀγοραστής]], ὁ τὰ ὄψα ὠνούμενος, ὁ ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφάνους [[ὀψώνης]] καλούμενος, Ἀθήν. 171Α. ― Ἐν τοῖς Βεκκήρου Ἀνεκδ. (339, 14) φέρεται, «ἀγοραστήν: τὸν τὰ ὄψα ὠνούμενον, ὃν οἱ Ρωμαῖοι ὀψωνιάτωρα καλοῦσιν», ἀνθ’ οὗ ὀρθότερον [[εἶναι]] τὸ παρ’ Ἀθηναίῳ ὀψωνάτωρα, [[διότι]] Λατινιστὶ λέγεται obsonator, οὐχὶ odsoniator, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σελ. 137.
|lstext='''ὀψωνάτωρ''': -ωρος, ὁ, [[ἀγοραστής]], ὁ τὰ ὄψα ὠνούμενος, ὁ ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφάνους [[ὀψώνης]] καλούμενος, Ἀθήν. 171Α. ― Ἐν τοῖς Βεκκήρου Ἀνεκδ. (339, 14) φέρεται, «ἀγοραστήν: τὸν τὰ ὄψα ὠνούμενον, ὃν οἱ Ρωμαῖοι ὀψωνιάτωρα καλοῦσιν», ἀνθ’ οὗ ὀρθότερον [[εἶναι]] τὸ παρ’ Ἀθηναίῳ ὀψωνάτωρα, [[διότι]] Λατινιστὶ λέγεται [[obsonator]], οὐχὶ odsoniator, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σελ. 137.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀψωνάτωρ]] και [[ὀψωνιάτωρ]], ὁ (Α)<br />[[αγοραστής]] τροφίμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> λατ. <i>opsonator</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>opsonium</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀψώνιον]])].
|mltxt=[[ὀψωνάτωρ]] και [[ὀψωνιάτωρ]], ὁ (Α)<br />[[αγοραστής]] τροφίμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> λατ. <i>[[opsonator]]</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>[[opsonium]]</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀψώνιον]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:14, 20 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψωνάτωρ Medium diacritics: ὀψωνάτωρ Low diacritics: οψωνάτωρ Capitals: ΟΨΩΝΑΤΩΡ
Transliteration A: opsōnátōr Transliteration B: opsōnatōr Transliteration C: opsonator Beta Code: o)ywna/twr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, caterer, Ath.4.171a (from Lat. obsonator, cf. AB339.14).

German (Pape)

[Seite 434] ορος, ὁ, das lat. opsonator, Ath. IV, 171 a. Vgl. ἀγοραστής.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνάτωρ: -ωρος, ὁ, ἀγοραστής, ὁ τὰ ὄψα ὠνούμενος, ὁ ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφάνους ὀψώνης καλούμενος, Ἀθήν. 171Α. ― Ἐν τοῖς Βεκκήρου Ἀνεκδ. (339, 14) φέρεται, «ἀγοραστήν: τὸν τὰ ὄψα ὠνούμενον, ὃν οἱ Ρωμαῖοι ὀψωνιάτωρα καλοῦσιν», ἀνθ’ οὗ ὀρθότερον εἶναι τὸ παρ’ Ἀθηναίῳ ὀψωνάτωρα, διότι Λατινιστὶ λέγεται obsonator, οὐχὶ odsoniator, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σελ. 137.

Greek Monolingual

ὀψωνάτωρ και ὀψωνιάτωρ, ὁ (Α)
αγοραστής τροφίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. λατ. opsonator (< opsonium < ὀψώνιον)].