δυναστικός: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(2)
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dynastikos
|Transliteration C=dynastikos
|Beta Code=dunastiko/s
|Beta Code=dunastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for a</b> <b class="b3">δυνάστης</b>, <b class="b2">arbitrary</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1320b31</span> (Sup.): Comp., <b class="b2">more potent</b>, Gal.6.396.</span>
|Definition=δυναστική, δυναστικόν, of or for a [[δυνάστης]], [[arbitrary]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1320b31 (Sup.): Comp., [[more potent]], Gal.6.396.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[consistente en un poder personal]], [[autocrático]] ἡ δυναστικωτάτη ... τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist.<i>Pol</i>.1320<sup>b</sup>31<br /><b class="num"></b>subst. ὁ δ. [[tirano]] ἐτυράννησε ... Ἀναξίλας ... ἦσαν δὲ καὶ [[ἄλλοι]] δυναστικοὶ Arist.<i>Fr</i>.611.55.<br /><b class="num">2</b> [[potente]], [[poderoso]] δυσκρασίαι Gal.6.396, ζῴδια Vett.Val.155.15, τίς (ἀστὴρ) τίνος ... δυναστικώτερος τυγχάνει Vett.Val.275.27, cf. 83.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0673.png Seite 673]] zum [[δυνάστης]] gehörig, gewalthaberisch; τῇ δυναστικωτάτῃ καὶ τυραννικωτάτῃ τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist. pol. 6, 6 erinnert an das unter [[δυναστεία]] Gesagte.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0673.png Seite 673]] zum [[δυνάστης]] gehörig, gewalthaberisch; τῇ δυναστικωτάτῃ καὶ τυραννικωτάτῃ τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist. pol. 6, 6 erinnert an das unter [[δυναστεία]] Gesagte.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[impérieux]], [[autoritaire]].<br />'''Étymologie:''' [[δυνάστης]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῠναστικός:''' Arst. = [[δυναστευτικός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῠναστικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] διὰ δυνάστην, [[αὐθαίρετος]], Ἀριστ. Πολ. 6. 6, 3.
|lstext='''δῠναστικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] διὰ δυνάστην, [[αὐθαίρετος]], Ἀριστ. Πολ. 6. 6, 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />impérieux, autoritaire.<br />'''Étymologie:''' [[δυνάστης]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[consistente en un poder personal]], [[autocrático]] ἡ δυναστικωτάτη ... τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist.<i>Pol</i>.1320<sup>b</sup>31<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. [[tirano]] ἐτυράννησε ... Ἀναξίλας ... ἦσαν δὲ καὶ [[ἄλλοι]] δυναστικοὶ Arist.<i>Fr</i>.611.55.<br /><b class="num">2</b> [[potente]], [[poderoso]] δυσκρασίαι Gal.6.396, ζῴδια Vett.Val.155.15, τίς (ἀστὴρ) τίνος ... δυναστικώτερος τυγχάνει Vett.Val.275.27, cf. 83.12.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δυναστικός:''' -ή, -όν, τυρρανικός, [[αυθαίρετος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''δυναστικός:''' -ή, -όν, τυρρανικός, [[αυθαίρετος]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''δῠναστικός:''' Arst. = [[δυναστευτικός]].
|mdlsjtxt=[[δυναστικός]], ή, όν [from δῠνάστης] <i>adj</i><br />[[arbitrary]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 17:27, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠναστικός Medium diacritics: δυναστικός Low diacritics: δυναστικός Capitals: ΔΥΝΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dynastikós Transliteration B: dynastikos Transliteration C: dynastikos Beta Code: dunastiko/s

English (LSJ)

δυναστική, δυναστικόν, of or for a δυνάστης, arbitrary, Arist.Pol.1320b31 (Sup.): Comp., more potent, Gal.6.396.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 consistente en un poder personal, autocrático ἡ δυναστικωτάτη ... τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist.Pol.1320b31
subst. ὁ δ. tirano ἐτυράννησε ... Ἀναξίλας ... ἦσαν δὲ καὶ ἄλλοι δυναστικοὶ Arist.Fr.611.55.
2 potente, poderoso δυσκρασίαι Gal.6.396, ζῴδια Vett.Val.155.15, τίς (ἀστὴρ) τίνος ... δυναστικώτερος τυγχάνει Vett.Val.275.27, cf. 83.12.

German (Pape)

[Seite 673] zum δυνάστης gehörig, gewalthaberisch; τῇ δυναστικωτάτῃ καὶ τυραννικωτάτῃ τῶν ὀλιγαρχιῶν Arist. pol. 6, 6 erinnert an das unter δυναστεία Gesagte.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
impérieux, autoritaire.
Étymologie: δυνάστης.

Russian (Dvoretsky)

δῠναστικός: Arst. = δυναστευτικός.

Greek (Liddell-Scott)

δῠναστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ δυνάστην, αὐθαίρετος, Ἀριστ. Πολ. 6. 6, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυναστικός, -ή, -όν) δυνάστης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη δυναστεία
νεοελλ.
βασιλικός
μσν.
βίαιος, καταναγκαστικός
αρχ.
αυθαίρετος.

Greek Monotonic

δυναστικός: -ή, -όν, τυρρανικός, αυθαίρετος, σε Αριστ.

Middle Liddell

δυναστικός, ή, όν [from δῠνάστης] adj
arbitrary, Arist.