δυσκατάπαυστος: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "E.''Med.''" to "E., ''Med.'' ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dyskatapafstos
|Transliteration C=dyskatapafstos
|Beta Code=duskata/paustos
|Beta Code=duskata/paustos
|Definition=δυσκατάπαυστον, [[hard to check]], ἄλγος A.''Ch.''470 (lyr.); βοή [[LXX]] ''3 Ma.''5.7; of persons, Plu.''Alex.''31; [[restless]], ψυχή E.''Med.''109 (anap.); τὸ δυσκαταπαυστότερον [[Theophrastus|Thphr.]] ''Vent.''35.
|Definition=δυσκατάπαυστον, [[hard to check]], ἄλγος A.''Ch.''470 (lyr.); βοή [[LXX]] ''3 Ma.''5.7; of persons, Plu.''Alex.''31; [[restless]], ψυχή [[Euripides|E.]], ''[[Medea|Med.]]'' 109 (anap.); τὸ δυσκαταπαυστότερον [[Theophrastus|Thphr.]] ''Vent.''35.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:39, 20 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατάπαυστος Medium diacritics: δυσκατάπαυστος Low diacritics: δυσκατάπαυστος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΠΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: dyskatápaustos Transliteration B: dyskatapaustos Transliteration C: dyskatapafstos Beta Code: duskata/paustos

English (LSJ)

δυσκατάπαυστον, hard to check, ἄλγος A.Ch.470 (lyr.); βοή LXX 3 Ma.5.7; of persons, Plu.Alex.31; restless, ψυχή E., Med. 109 (anap.); τὸ δυσκαταπαυστότερον Thphr. Vent.35.

Spanish (DGE)

(δυσκᾰτάπαυστος) -ον
• Prosodia: [-τᾰ-]
1 difícil de calmar, ἄλγος A.Ch.470 (cód.), βοή LXX 3Ma.5.7, πάθος Sch.Hes.Th.98
difícil de refrenar o aplacar de pers. y abstr. ψυχή E.Med.109, θυμός Orib.Syn.5.49.5, πρᾶγμα D.25.49, στάσις Plu.2.246c, cf. Alex.31, Adam.1.7, ὀξύθυμοι καὶ δυσκατάπαυστοι de temperamentos, Orib.Syn.5.49.9
neutr. subst. τὸ δυσκαταπαυστότερον la gran dificultad para calmarse del mar, Thphr.Vent.35.
2 adv. -ως con difícil aplacamiento δ. ἔχουσι πρὸς τὰς κατηγορίας οἱ ὀργιζόμενοι Sch.Er.Il.1.108-109.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu stillen; ἄλγος Aesch. Ch. 470; schwer zu beruhigen, ψυχή Eur. Med. 109; vgl. Plut. Alex. 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à calmer ; agité.
Étymologie: δυσ-, καταπαύω.

Russian (Dvoretsky)

δυσκατάπαυστος: который трудно унять или успокоить (ἄλγος Aesch.; ψυχή Eur.; στάσις Plut.): δ. γεγονώς Plut. сильно возбужденный.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάπαυστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀναχαιτίσῃ τις, ἄλγος Αἰσχύλ. Χο. 470· ἀνήσυχος, ψυχὴ Εὐρ. Μηδ. 109· -τὸ δυσκ. Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 35.

Greek Monolingual

δυσκατάπαυστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται
2. ανήσυχοςδυσκατάπαυστος ψυχή», Ευρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάπαυστον
η ιδιότητα του δυσκατάπαυστου.

Greek Monotonic

δυσκατάπαυστος: -ον (καταπαύω), δύσκολος στο να καμφθεί, να αναχαιτισθεί, απτόητος, ακούραστος, αέναος, συνεχής, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

δυσ-κατάπαυστος, ον καταπαύω
hard to check, restless, Aesch., Eur.