μεριμνητής: Difference between revisions
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=merimnitis | |Transliteration C=merimnitis | ||
|Beta Code=merimnhth/s | |Beta Code=merimnhth/s | ||
|Definition= | |Definition=μεριμνητοῦ, ὁ, [[one who is anxious about]], λόγων [[Euripides|E.]]''[[Medea|Med.]]'' 1226, cf. Porph.''Gaur.''12.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:45, 20 December 2024
English (LSJ)
μεριμνητοῦ, ὁ, one who is anxious about, λόγων E.Med. 1226, cf. Porph.Gaur.12.7.
German (Pape)
[Seite 134] ὁ, der Nachdenkende, Nachgrübelnde, Ersinnende, λόγων, Eur. Med. 1226.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui se préoccupe de, qui médite, gén..
Étymologie: μεριμνάω.
Russian (Dvoretsky)
μεριμνητής: οῦ ὁ мыслитель, мудрец: μ. λόγων Eur. ирон. глубокомысленный мудрец.
Greek (Liddell-Scott)
μεριμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ μεριμνῶν περί τινος, λόγων Εὐρ. Μήδ. 1226· - θηλ. μεριμνήτρια, παρ’ Ἰω. Χρυσοστ. ἐν τ. 6, σ. 550C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεριμνηταί· οἱ φιλόσοφοι».
Greek Monolingual
μεριμνητής, ὁ (ΑM Α θηλ. μεριμνήτρια) μεριμνώ
αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται
αρχ.
1. ερευνητής («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», Ευρ.)
2. μαθητής
3. (κατά τον Ησύχ.) «μεριμνηταί
οἱ φιλόσοφοι».
Greek Monotonic
μεριμνητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ανησυχεί για ένα θέμα, με γεν., σε Ευρ.
Middle Liddell
μεριμνητής, οῦ, ὁ, [from μεριμνάω
one who is anxious about a thing, c. gen., Eur.