ποτέρως: Difference between revisions
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poteros | |Transliteration C=poteros | ||
|Beta Code=pote/rws | |Beta Code=pote/rws | ||
|Definition=Adv. of [[πότερος]], < | |Definition=Adv. of [[πότερος]],<br><span class="bld">A</span> in which of two ways? <b class="b3">π. ἂν μᾶλλον ἄνθρωποι σωφρονοῖεν, ἀργοῦντες ἢ… ἐπιμελόμενοι</b>; ib.2.7.8, cf. 1.6.15, etc.; <b class="b3">πότερόν ἐστιν αὐτῆς</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῆς τραγῳδίας</b>) τὸ ἐπιχείρημα... χαρίζεσθαι... ἢ καὶ διαμάχεσθαι; π. σοι δοκεῖ…; [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 502b, cf. ''Cra.'' 435e; <b class="b3">π. οὖν οἴει μᾶλλον ἂν φοβεῖσθαι... εἰ ὁρῷεν... ἢ εἰ καταδοξάσειαν</b>…; X.''An.''7.7.30.<br><span class="bld">2</span> in indirect questions, διορίσαι, π. λέγεις [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''341b; <b class="b3">διερευνήσασθαι… π. ἔχει</b> ib..368c, cf.''Plt.''272d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0689.png Seite 689]] adv. von [[πότερος]], auf welche von beiden Arten; Plat. Gorg. 502 b Rep. I, 341 b; Xen. Cyr. 2, 3, 4; An. 7, 7, 30; auch in indirecter Frage, περὶ τῆς ὠφελείας αὐτοῖν τἀληθὲς [[ποτέρως]] ἔχει, Plat. Rep. II, 368 c; auch = ob, Polit. 272 d; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0689.png Seite 689]] adv. von [[πότερος]], auf welche von beiden Arten; Plat. Gorg. 502 b Rep. I, 341 b; Xen. Cyr. 2, 3, 4; An. 7, 7, 30; auch in indirecter Frage, περὶ τῆς ὠφελείας αὐτοῖν τἀληθὲς [[ποτέρως]] ἔχει, Plat. Rep. II, 368 c; auch = ob, Polit. 272 d; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />de laquelle des deux manières ?<br />'''Étymologie:''' [[πότερος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποτέρως:''' [[каким из]] (обоих) способов, каким образом: π. ἂν [[μᾶλλον]] πράττοιμι; Xen. как мне лучше действовать?; π. σοι δοκεῖ …; Plat. как, полагаешь ты, …?; διορίσαι, π. λέγεις Plat. определи, в каком (из обоих) смысле ты говоришь. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποτέρως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[πότερος]], κατὰ τίνα ἐκ τῶν δύο τρόπων; Λατ. utro modo? π. ἂν [[μᾶλλον]] ἄνθρωποι σωφρονοῖεν, ἀργοῦντες ἤ... ἐπιμελούμενοι; Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 8, πρβλ. 1. 6, 15, κτλ.· πότερόν ἐστιν αὐτῆς (ἐξυπακ. τῆς τραγῳδίας) τὸ [[ἐπιχείρημα]]…, χαρίζεσθαι…, ἢ καὶ διαμάχεσθαι…, [[ποτέρως]] σοι δοκεῖ..., Πλάτ. Γοργ. 502Β, πρβλ. Κρατ. 435Ε· [[ποτέρως]] οὖν οἴει [[μᾶλλον]] ἂν φοβεῖσθαι…, εἰ ὁρῷεν…, ἢ εἰ καταδοξάσειαν…; Ξεν. Ἀν. 7. 7, 30. 2) ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, διορίσαι, π. λέγεις Πλάτ. Πολ. 341Β· διερευνήσασθαι... π. ἔχει [[αὐτόθι]] 368C, πρβλ. Πολιτ. 272D. | |lstext='''ποτέρως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[πότερος]], κατὰ τίνα ἐκ τῶν δύο τρόπων; Λατ. utro modo? π. ἂν [[μᾶλλον]] ἄνθρωποι σωφρονοῖεν, ἀργοῦντες ἤ... ἐπιμελούμενοι; Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 8, πρβλ. 1. 6, 15, κτλ.· πότερόν ἐστιν αὐτῆς (ἐξυπακ. τῆς τραγῳδίας) τὸ [[ἐπιχείρημα]]…, χαρίζεσθαι…, ἢ καὶ διαμάχεσθαι…, [[ποτέρως]] σοι δοκεῖ..., Πλάτ. Γοργ. 502Β, πρβλ. Κρατ. 435Ε· [[ποτέρως]] οὖν οἴει [[μᾶλλον]] ἂν φοβεῖσθαι…, εἰ ὁρῷεν…, ἢ εἰ καταδοξάσειαν…; Ξεν. Ἀν. 7. 7, 30. 2) ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, διορίσαι, π. λέγεις Πλάτ. Πολ. 341Β· διερευνήσασθαι... π. ἔχει [[αὐτόθι]] 368C, πρβλ. Πολιτ. 272D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποτέρως:''' επίρρ. του [[πότερος]],<br /><b class="num">1.</b> με ποιον από τους [[δύο]] τρόπους; Λατ. [[utro]] [[modo]]? σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε πλάγιες ερωτήσεις, διορίσαι [[ποτέρως]] λέγεις, προσδιόρισε ποιο εννοείς, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ποτέρως:''' επίρρ. του [[πότερος]],<br /><b class="num">1.</b> με ποιον από τους [[δύο]] τρόπους; Λατ. [[utro]] [[modo]]? σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> σε πλάγιες ερωτήσεις, διορίσαι [[ποτέρως]] λέγεις, προσδιόρισε ποιο εννοείς, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:47, 21 December 2024
English (LSJ)
Adv. of πότερος,
A in which of two ways? π. ἂν μᾶλλον ἄνθρωποι σωφρονοῖεν, ἀργοῦντες ἢ… ἐπιμελόμενοι; ib.2.7.8, cf. 1.6.15, etc.; πότερόν ἐστιν αὐτῆς (sc. τῆς τραγῳδίας) τὸ ἐπιχείρημα... χαρίζεσθαι... ἢ καὶ διαμάχεσθαι; π. σοι δοκεῖ…; Pl.Grg. 502b, cf. Cra. 435e; π. οὖν οἴει μᾶλλον ἂν φοβεῖσθαι... εἰ ὁρῷεν... ἢ εἰ καταδοξάσειαν…; X.An.7.7.30.
2 in indirect questions, διορίσαι, π. λέγεις Pl.R.341b; διερευνήσασθαι… π. ἔχει ib..368c, cf.Plt.272d.
German (Pape)
[Seite 689] adv. von πότερος, auf welche von beiden Arten; Plat. Gorg. 502 b Rep. I, 341 b; Xen. Cyr. 2, 3, 4; An. 7, 7, 30; auch in indirecter Frage, περὶ τῆς ὠφελείας αὐτοῖν τἀληθὲς ποτέρως ἔχει, Plat. Rep. II, 368 c; auch = ob, Polit. 272 d; Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
de laquelle des deux manières ?
Étymologie: πότερος.
Russian (Dvoretsky)
ποτέρως: каким из (обоих) способов, каким образом: π. ἂν μᾶλλον πράττοιμι; Xen. как мне лучше действовать?; π. σοι δοκεῖ …; Plat. как, полагаешь ты, …?; διορίσαι, π. λέγεις Plat. определи, в каком (из обоих) смысле ты говоришь.
Greek (Liddell-Scott)
ποτέρως: Ἐπίρρ. τοῦ πότερος, κατὰ τίνα ἐκ τῶν δύο τρόπων; Λατ. utro modo? π. ἂν μᾶλλον ἄνθρωποι σωφρονοῖεν, ἀργοῦντες ἤ... ἐπιμελούμενοι; Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 8, πρβλ. 1. 6, 15, κτλ.· πότερόν ἐστιν αὐτῆς (ἐξυπακ. τῆς τραγῳδίας) τὸ ἐπιχείρημα…, χαρίζεσθαι…, ἢ καὶ διαμάχεσθαι…, ποτέρως σοι δοκεῖ..., Πλάτ. Γοργ. 502Β, πρβλ. Κρατ. 435Ε· ποτέρως οὖν οἴει μᾶλλον ἂν φοβεῖσθαι…, εἰ ὁρῷεν…, ἢ εἰ καταδοξάσειαν…; Ξεν. Ἀν. 7. 7, 30. 2) ἐπὶ πλαγίας ἐρωτήσεως, διορίσαι, π. λέγεις Πλάτ. Πολ. 341Β· διερευνήσασθαι... π. ἔχει αὐτόθι 368C, πρβλ. Πολιτ. 272D.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. πότερος.
Greek Monotonic
ποτέρως: επίρρ. του πότερος,
1. με ποιον από τους δύο τρόπους; Λατ. utro modo? σε Ξεν. κ.λπ.
2. σε πλάγιες ερωτήσεις, διορίσαι ποτέρως λέγεις, προσδιόρισε ποιο εννοείς, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[adverb of πότερος
1. in which of two ways? Lat. utro modo? Xen., etc.
2. in indirect questions, διορίσαι π. λέγεις to define which you mean, Plat.