ἀχάριτος: Difference between revisions

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
(13_1)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0417.png Seite 417]] = [[ἀχάριστος]], ἀχάριτα (oder von [[ἄχαρις]]), Her. 1, 207; Plut. Sol. 20; superl. ἀχαριτώτατος Her. 7, 156.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0417.png Seite 417]] = [[ἀχάριστος]], ἀχάριτα (oder von [[ἄχαρις]]), Her. 1, 207; Plut. Sol. 20; superl. ἀχαριτώτατος Her. 7, 156.
}}
{{ls
|lstext='''ἀχάρῐτος''': -ον, = [[ἀχάριστος]], ὁ μὴ ἔχων [[χάριν]], Πλουτ. Σό. 20: ― παρ’ Ἡροδ. ὡς τὸ [[ἄχαρις]] κατ' εὐφημ., παθήματα ἀχάριτα ἐόντα Ἡρόδ. 1. 207. 2) [[ἀγνώμων]], [[ἀχάριστος]], δῆμον [[εἶναι]] [[συνοίκημα]] ἀχαριτώτατον ὁ αὐτ. 7. 156· [[χάρις]] [[ἀχάριτος]], ὡς τὸ [[ἄχαρις]], Εὐρ. Φοίν. 1757· καὶ ἀχάριτον διωρθώθη ὑπ’ Ἐλμσλ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 42.
}}
}}

Revision as of 09:20, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχάρῐτος Medium diacritics: ἀχάριτος Low diacritics: αχάριτος Capitals: ΑΧΑΡΙΤΟΣ
Transliteration A: acháritos Transliteration B: acharitos Transliteration C: acharitos Beta Code: a)xa/ritos

English (LSJ)

[χᾰ], ον, = foreg.,

   A unseemly, Plu.Sol.20; euphem., παθήματα ἀ. ἐόντα μαθήματα γέγονε Hdt.1.207. Adv. οὐκ -τως ἔφη Ath.7.281c, cf. Hermog.Id.2.11, D.C.66.9.    2 ungrateful, thankless, δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον Hdt.7.156; χάρις ἀ. A.Ch.42 (lyr., Elmsl.), E.Ph.1757 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 417] = ἀχάριστος, ἀχάριτα (oder von ἄχαρις), Her. 1, 207; Plut. Sol. 20; superl. ἀχαριτώτατος Her. 7, 156.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάρῐτος: -ον, = ἀχάριστος, ὁ μὴ ἔχων χάριν, Πλουτ. Σό. 20: ― παρ’ Ἡροδ. ὡς τὸ ἄχαρις κατ' εὐφημ., παθήματα ἀχάριτα ἐόντα Ἡρόδ. 1. 207. 2) ἀγνώμων, ἀχάριστος, δῆμον εἶναι συνοίκημα ἀχαριτώτατον ὁ αὐτ. 7. 156· χάρις ἀχάριτος, ὡς τὸ ἄχαρις, Εὐρ. Φοίν. 1757· καὶ ἀχάριτον διωρθώθη ὑπ’ Ἐλμσλ. χάριν τοῦ μέτρου, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 42.