ἐφαπλόω: Difference between revisions
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
(13_2) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1112.png Seite 1112]] darüber entfalten u. ausbreiten; χρύσειον [[ἄωτον]] Orph. Arg. 1344; Eumath. amor. I p. 8; Plut. u. a. Sp., γυῖα Bahr. 95, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1112.png Seite 1112]] darüber entfalten u. ausbreiten; χρύσειον [[ἄωτον]] Orph. Arg. 1344; Eumath. amor. I p. 8; Plut. u. a. Sp., γυῖα Bahr. 95, 2. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐφαπλόω''': [[ἁπλόω]], ἁπλώνω, [[ἄωτον]] Ὀρφ. Ἀργ. 1333· [[μετὰ]] γεν., [[λέων]]… γυῖα γῆς ἐφαπλώσας, ἁπλώσας ἐπὶ τῆς γῆς, Βαβρ. 95. 2· [[στῆθος]] ἐφαπλώσας… ὄχθην Νόνν. Δ. 15. 9· [[μετὰ]] δοτ., δίκτυα νεπόδεσσιν ἐφ. [[αὐτόθι]] 20. 385· ἐρετμοῖς χεῖρας Ὀρφ. Ἀργ. 455: - Παθ., λύκου μεγάλου δέρμα λαβὼν… περιέτεινε τῷ σώματι… ὡς τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσί, [[οὕτως]] [[ὥστε]] οἱ δεξιοὶ πόδες τοῦ δέρματος τοῦ λύκου νὰ ἁπλωθῶσιν [[ἐπάνω]] εἰς τὰς χείρας [[αὐτοῦ]], Λόγγος 1. 20· [[σκότος]] ἐφήπλωται Πλούτ. 2. 167Α. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:26, 5 August 2017
English (LSJ)
A spread or unfold over, ἄωτον Orph.A.1336: c. gen., λέων . . γυῖα γῆς ἐφαπλώσας Babr.95.2; στῆθος ἐφαπλώσας . . ὄχθης Nonn. D.15.9: c. dat., δίκτυα νεπόδεσσιν ἐ. ib.20.385; ἐρετμοῖς χεῖρας Orph. A.457: metaph., ἐ. τὸ ἀγαθὸν διὰ τοῦ κόσμου Hierocl.in CA21p.467M.:—Pass., τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσί to have the skin of the front feet spread over the hands, Longus 1.20; σκότος ἐφήπλωται v.l. in Plu.2.167a.
German (Pape)
[Seite 1112] darüber entfalten u. ausbreiten; χρύσειον ἄωτον Orph. Arg. 1344; Eumath. amor. I p. 8; Plut. u. a. Sp., γυῖα Bahr. 95, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφαπλόω: ἁπλόω, ἁπλώνω, ἄωτον Ὀρφ. Ἀργ. 1333· μετὰ γεν., λέων… γυῖα γῆς ἐφαπλώσας, ἁπλώσας ἐπὶ τῆς γῆς, Βαβρ. 95. 2· στῆθος ἐφαπλώσας… ὄχθην Νόνν. Δ. 15. 9· μετὰ δοτ., δίκτυα νεπόδεσσιν ἐφ. αὐτόθι 20. 385· ἐρετμοῖς χεῖρας Ὀρφ. Ἀργ. 455: - Παθ., λύκου μεγάλου δέρμα λαβὼν… περιέτεινε τῷ σώματι… ὡς τοὺς ἐμπροσθίους πόδας ἐφηπλῶσθαι ταῖς χερσί, οὕτως ὥστε οἱ δεξιοὶ πόδες τοῦ δέρματος τοῦ λύκου νὰ ἁπλωθῶσιν ἐπάνω εἰς τὰς χείρας αὐτοῦ, Λόγγος 1. 20· σκότος ἐφήπλωται Πλούτ. 2. 167Α.