δισσός: Difference between revisions
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
(13_6a) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0643.png Seite 643]] att. [[διττός]], ion. [[διξός]] (δίς, [[δίχα]]), <b class="b2">zwiefach, doppelt</b>; Hes., Plat. u. A. Bei Dichtern, bes. den Tragg., übh. = <b class="b2">zwei</b>; στρατηγοί Aesch. Spt. 801; Soph. Phil. 264; χεῖρες Pind. N. 1, 44; vgl. Xen. Conv. 8, 9 Ages. 2, 30. Bei Aesch. Ag. 121 δύο λήμασι δισσοί wird die Entzweiung, bei Soph. El. 645 φάσματα δισσῶν ὀνείρων, u. bei Luc. Alex. 10 χρησμοὶ δ. καὶ ἀμφίβολοι, das Doppelsinnige ausgedrückt. – Adv., zum zweitenmale, Eur. Phoen. 1347; auf doppelte Weise, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0643.png Seite 643]] att. [[διττός]], ion. [[διξός]] (δίς, [[δίχα]]), <b class="b2">zwiefach, doppelt</b>; Hes., Plat. u. A. Bei Dichtern, bes. den Tragg., übh. = <b class="b2">zwei</b>; στρατηγοί Aesch. Spt. 801; Soph. Phil. 264; χεῖρες Pind. N. 1, 44; vgl. Xen. Conv. 8, 9 Ages. 2, 30. Bei Aesch. Ag. 121 δύο λήμασι δισσοί wird die Entzweiung, bei Soph. El. 645 φάσματα δισσῶν ὀνείρων, u. bei Luc. Alex. 10 χρησμοὶ δ. καὶ ἀμφίβολοι, das Doppelsinnige ausgedrückt. – Adv., zum zweitenmale, Eur. Phoen. 1347; auf doppelte Weise, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δισσός''': Ἀττ. [[διττός]], Ἰων. [[διξός]], ή, όν, (δίς)· ― δύο εἰδῶν, διπλοῦς, Ἡρόδ. 2. 44., 7. 70, Πλάτ. Θεαιτ. 198D, κτλ.· ― ἐπίρρ. διττῶς, ἀντίθ. [[ἁπλῶς]], κατὰ δύο τρόπους, δ. λέγεσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 4, 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. κατὰ πληθ., δύο, Πίνδ. Ν. 1. 67, Ἡρόδ. 5. 40, 52, Αἰσχύλ. Πρ. 957, Σοφ. Αἴ. 57, κτλ. ΙΙΙ. μεταφ., διῃρημένος, [[ἀσύμφωνος]] τὸ [[φρόνημα]], λήμασι δισσοὺς (ὁ Δινδ. προτείνει λήμασιν ἴσους) Αἰσχύλ. Ἀγ. 122. 2) [[ἀμφίβολος]], [[ἀσαφής]], ὄνειροι Σοφ. Ἠλ. 645· [[ὡσαύτως]], τὸ διττόν, [[ἀμφιβολία]], [[ἀσάφεια]], Ἀριστ. Πολ. 2. 3, 3. ― Ἐπίρρ. διττῶς, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἐλέγχ. 24, 10. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:29, 5 August 2017
English (LSJ)
Att. διττός, Ion. διξός (q. v.), ή, όν, (δίς)
A twofold, double, Hdt.2.44, 7.70, Pl.Tht.198d, etc. Adv. διττῶς, opp. ἁπλῶς, doubly, in two ways, δ. [γνώριμα] Arist.EN1095b2; δ. λέγεσθαι ib.1096b13, al. 2 executed in duplicate, ἀποχή POxy.1024.39 (ii A. D.), etc. II pl., two, Pi.N.1.44, Hdt.5.40,52, A.Pr.957, S.Aj.57, etc.: with a dual, δισσοὶ προάγοντε μάλιστα Iamb.Comm.Math. 25. III metaph., divided, disagreeing in mind, λήμασι δισσούς (λήμασιν ἴσους Dind.) A.Ag.122 (lyr.). 2 doubtful, ambiguous, ὄνειροι S.El.645; τὸ δ. ambiguity, Arist.Pol.1261b29. Adv. διττῶς Id.SE180a15.
German (Pape)
[Seite 643] att. διττός, ion. διξός (δίς, δίχα), zwiefach, doppelt; Hes., Plat. u. A. Bei Dichtern, bes. den Tragg., übh. = zwei; στρατηγοί Aesch. Spt. 801; Soph. Phil. 264; χεῖρες Pind. N. 1, 44; vgl. Xen. Conv. 8, 9 Ages. 2, 30. Bei Aesch. Ag. 121 δύο λήμασι δισσοί wird die Entzweiung, bei Soph. El. 645 φάσματα δισσῶν ὀνείρων, u. bei Luc. Alex. 10 χρησμοὶ δ. καὶ ἀμφίβολοι, das Doppelsinnige ausgedrückt. – Adv., zum zweitenmale, Eur. Phoen. 1347; auf doppelte Weise, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δισσός: Ἀττ. διττός, Ἰων. διξός, ή, όν, (δίς)· ― δύο εἰδῶν, διπλοῦς, Ἡρόδ. 2. 44., 7. 70, Πλάτ. Θεαιτ. 198D, κτλ.· ― ἐπίρρ. διττῶς, ἀντίθ. ἁπλῶς, κατὰ δύο τρόπους, δ. λέγεσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 4, 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. κατὰ πληθ., δύο, Πίνδ. Ν. 1. 67, Ἡρόδ. 5. 40, 52, Αἰσχύλ. Πρ. 957, Σοφ. Αἴ. 57, κτλ. ΙΙΙ. μεταφ., διῃρημένος, ἀσύμφωνος τὸ φρόνημα, λήμασι δισσοὺς (ὁ Δινδ. προτείνει λήμασιν ἴσους) Αἰσχύλ. Ἀγ. 122. 2) ἀμφίβολος, ἀσαφής, ὄνειροι Σοφ. Ἠλ. 645· ὡσαύτως, τὸ διττόν, ἀμφιβολία, ἀσάφεια, Ἀριστ. Πολ. 2. 3, 3. ― Ἐπίρρ. διττῶς, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἐλέγχ. 24, 10.