ἐκλειπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(c1)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0766.png Seite 766]] ή, όν, zur [[ἔκλειψις]] gehörig, Plut. Rom. 12 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0766.png Seite 766]] ή, όν, zur [[ἔκλειψις]] gehörig, Plut. Rom. 12 u. öfter.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκλειπτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἔκλειψιν, [[σύνοδος]] ἐκλειπτικὴ σελήνης πρὸς ἥλιον Πλουτ. Ρωμ. 12· τοῖς ἐκλειπτικοῖς πάθεσιν Ἠθικ. 923Α, 933Ε, κτλ. ΙΙ. ὁ ἐκλειπτικὸς (ἐνν. [[κύκλος]]) = ὁ [[ἡλιακός]], [[οὕτως]] ὀνομασθεὶς [[ἐπειδὴ]] [[εἶναι]] ὁ [[κύκλος]], ἐν τῷ ἐπιπέδῳ τοῦ ὁποίου πρέπει νὰ συμπέσωσιν ὁ [[ἥλιος]] καὶ ἡ [[σελήνη]], [[ὅπως]] γείνωσιν ἐκλείψεις, πρῶτον ἐν τῷ εἰς Ἄρατ. ὑπομνήματι, ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Ἵππαρχον, καὶ παρὰ Πτολ.· ἴδε Lewis Astr. of Ancients σ. 217.
}}
}}

Revision as of 09:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλειπτικός Medium diacritics: ἐκλειπτικός Low diacritics: εκλειπτικός Capitals: ΕΚΛΕΙΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekleiptikós Transliteration B: ekleiptikos Transliteration C: ekleiptikos Beta Code: e)kleiptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or caused by an eclipse, σελήνης χρόνοι Hipparch.3.5.1a; πανσέληνοι Plu.2.145c; ἐπισκοτήσεις ib.932a; συγκρίσεις ἡλίου καὶ σελήνης Str.1.1.12 ; ἀριθμός dub. in Doroth. ap. Heph.Astr.3.20; ἐκλειπτικόν, τό, part of moon's orbit in which eclipses take place, Gem.11.6, cf.Paul.Al.O.2; ἐ. ζῴδιον, τόπος, Vett.Val.5.28,7.10,al.    II ὁ ἐ. (sc. κύκλος) ecliptic, = ὁ ἡλιακός, so called because it is the circle in the plane of which the sun and moon must be to produce eclipses, interpol. in Cleom.2.5, Ach.Tat.Intr.Arat. 23.    III Gramm., elliptical, Pall.in Hp.2.145D.

German (Pape)

[Seite 766] ή, όν, zur ἔκλειψις gehörig, Plut. Rom. 12 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλειπτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἔκλειψιν, σύνοδος ἐκλειπτικὴ σελήνης πρὸς ἥλιον Πλουτ. Ρωμ. 12· τοῖς ἐκλειπτικοῖς πάθεσιν Ἠθικ. 923Α, 933Ε, κτλ. ΙΙ. ὁ ἐκλειπτικὸς (ἐνν. κύκλος) = ὁ ἡλιακός, οὕτως ὀνομασθεὶς ἐπειδὴ εἶναικύκλος, ἐν τῷ ἐπιπέδῳ τοῦ ὁποίου πρέπει νὰ συμπέσωσιν ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη, ὅπως γείνωσιν ἐκλείψεις, πρῶτον ἐν τῷ εἰς Ἄρατ. ὑπομνήματι, ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Ἵππαρχον, καὶ παρὰ Πτολ.· ἴδε Lewis Astr. of Ancients σ. 217.