καρχήσιον: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(13_6b) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1332.png Seite 1332]] τό, 1) der obere Theil des Mastbaums mit dem Mastkorbe, Mars, Ath. XI, 475 a; πρὸς ζυγὸν καρχασίου [[ἱστία]] ἀντείνειν Pind. N. 5, 51, die Segel aufziehen, wo der Schol. [[καρχήσιον]] erkl. ἐν ᾡ τὸν ἱμάντα ἐνείρουσι, also die Rolle, um welche die Segeltaue laufen, die eben oben am Maste befestigt ist; bei Eur. Hec. 1261 verschlingt das Meer πεσοῦσαν ἐκ καρχησίων, wo nachher hinzugefügt ist αὐτὴ πρὸς ἱστὸν ναὸς ἀμβήσει ποδί; Mastkorb ist es auch Plut. Them. 12 u. Luc. ἐκ μηχανῆς θεὸν ἐπὶ τῷ καρχησίῳ καθεζόμενον de merc. cond. 1. – 2) ein Becher, in der Mitte eingebogen, von der Aehnlichkeit mit dem Mastkorbe benannt, Ath. XI, 474 e ff.; D. Sic. 2, 9; Alciphr. 2, 3. – Bei Hesych. auch [[ἐργαλεῖον]] τεκτονικὸν δελτοειδές, vielleicht eine Art Krahn, nach Vitruv. 10, 22. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1332.png Seite 1332]] τό, 1) der obere Theil des Mastbaums mit dem Mastkorbe, Mars, Ath. XI, 475 a; πρὸς ζυγὸν καρχασίου [[ἱστία]] ἀντείνειν Pind. N. 5, 51, die Segel aufziehen, wo der Schol. [[καρχήσιον]] erkl. ἐν ᾡ τὸν ἱμάντα ἐνείρουσι, also die Rolle, um welche die Segeltaue laufen, die eben oben am Maste befestigt ist; bei Eur. Hec. 1261 verschlingt das Meer πεσοῦσαν ἐκ καρχησίων, wo nachher hinzugefügt ist αὐτὴ πρὸς ἱστὸν ναὸς ἀμβήσει ποδί; Mastkorb ist es auch Plut. Them. 12 u. Luc. ἐκ μηχανῆς θεὸν ἐπὶ τῷ καρχησίῳ καθεζόμενον de merc. cond. 1. – 2) ein Becher, in der Mitte eingebogen, von der Aehnlichkeit mit dem Mastkorbe benannt, Ath. XI, 474 e ff.; D. Sic. 2, 9; Alciphr. 2, 3. – Bei Hesych. auch [[ἐργαλεῖον]] τεκτονικὸν δελτοειδές, vielleicht eine Art Krahn, nach Vitruv. 10, 22. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καρχήσιον''': Δωρ. -άσιον, τό, «ποτήριόν ἐστιν ἐπίμηκες, συνηγμένον εἰς [[μέσον]] ἐπιεικῶς, ὦτα ἔχον [[μέχρι]] τοῦ πυθμένος καθήκοντα» Καλλίξενος ὁ Ρόδιος παρ’ Ἀθην. 474, Σαπφὼ 70, Φερεκύδ. 27, Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 1· καρχησίω ἀργυρῶ Συλλ. Ἐπιγρ. 139· 19, πρβλ. 140. 19, 141. 8, 150. 26·―[[οὕτως]] ὁ Οὐεργίλ. μεταχειρίζεται τὸν πληθ. carchesia· πρβλ.· Müller Archäol. D. Kunst § 299Α. ΙΙ.τὸ ἀκρότατον τοῦ ἱστοῦ, δι’ οὗ τὰ σχοινία τῶν κεραιῶν διέρχονται, καθ’ ἑνικόν, Πινδ. Ν. 5.94 ([[ἔνθα]] τὸ ζυγὸν καρχασίου [[εἶναι]] ἡ τὸ [[ἱστίον]] φέρουσα [[κεραία]]), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 565, Ἀθήν. 475Α· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 1261, Πλουτ. Θεμιστ. 12· πρβλ. τὸ ἑπόμ.―Ἐν Ἐπικρ. Ἀδήλ. 2. ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λέξεως (Ι καὶ ΙΙ). ΙΙΙ. ἡ ὀρθία δοκὸς γεράνου, Schneid Βιτρούβ. 10. 5.―Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ ἐπικείμενον τῶν ἱστῶν; [[ξύλον]], καὶ [[ἐργαλεῖον]] τεκτονικὸν δελτοειδές. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 5 August 2017
English (LSJ)
Dor. καρχ-άσιον [Χᾱ], τό,
A drinking-cup narrower in the middle than at the top and bottom, Sapph.51.3, Pherecyd.13J., Cratin.38, Herodor.16J., S.Fr.660, Callix.3, IG12.265, al., 22.47, 12 (8).51.25 (Imbros, ii B. C.). II mast-head of a ship, through which the halyards worked, ζυγὸν καρχασίου sailyard, Pi.N.5.51, cf. Hp.Art. 43, Luc.Merc.Cond.1 (interpol.), Asclep. Myrl. ap. Ath.11.474f: in pl., E.Hec.1261, Plu.Them.12; cf. sq.--In Epicr.10 there is a play on the double meaning (1 and 11). III triangular instrument used in carpentry, Hsch. IV cage or chamber in a torsion-engine, Ph.Bel.74.15, HeroBel.88.5 (Χαλκ- codd.), Ath.Mech.35.4. V crane for unloading ships, Vitr.10.2.10, 10.16.3.
German (Pape)
[Seite 1332] τό, 1) der obere Theil des Mastbaums mit dem Mastkorbe, Mars, Ath. XI, 475 a; πρὸς ζυγὸν καρχασίου ἱστία ἀντείνειν Pind. N. 5, 51, die Segel aufziehen, wo der Schol. καρχήσιον erkl. ἐν ᾡ τὸν ἱμάντα ἐνείρουσι, also die Rolle, um welche die Segeltaue laufen, die eben oben am Maste befestigt ist; bei Eur. Hec. 1261 verschlingt das Meer πεσοῦσαν ἐκ καρχησίων, wo nachher hinzugefügt ist αὐτὴ πρὸς ἱστὸν ναὸς ἀμβήσει ποδί; Mastkorb ist es auch Plut. Them. 12 u. Luc. ἐκ μηχανῆς θεὸν ἐπὶ τῷ καρχησίῳ καθεζόμενον de merc. cond. 1. – 2) ein Becher, in der Mitte eingebogen, von der Aehnlichkeit mit dem Mastkorbe benannt, Ath. XI, 474 e ff.; D. Sic. 2, 9; Alciphr. 2, 3. – Bei Hesych. auch ἐργαλεῖον τεκτονικὸν δελτοειδές, vielleicht eine Art Krahn, nach Vitruv. 10, 22.
Greek (Liddell-Scott)
καρχήσιον: Δωρ. -άσιον, τό, «ποτήριόν ἐστιν ἐπίμηκες, συνηγμένον εἰς μέσον ἐπιεικῶς, ὦτα ἔχον μέχρι τοῦ πυθμένος καθήκοντα» Καλλίξενος ὁ Ρόδιος παρ’ Ἀθην. 474, Σαπφὼ 70, Φερεκύδ. 27, Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 1· καρχησίω ἀργυρῶ Συλλ. Ἐπιγρ. 139· 19, πρβλ. 140. 19, 141. 8, 150. 26·―οὕτως ὁ Οὐεργίλ. μεταχειρίζεται τὸν πληθ. carchesia· πρβλ.· Müller Archäol. D. Kunst § 299Α. ΙΙ.τὸ ἀκρότατον τοῦ ἱστοῦ, δι’ οὗ τὰ σχοινία τῶν κεραιῶν διέρχονται, καθ’ ἑνικόν, Πινδ. Ν. 5.94 (ἔνθα τὸ ζυγὸν καρχασίου εἶναι ἡ τὸ ἱστίον φέρουσα κεραία), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 565, Ἀθήν. 475Α· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 1261, Πλουτ. Θεμιστ. 12· πρβλ. τὸ ἑπόμ.―Ἐν Ἐπικρ. Ἀδήλ. 2. ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας τῆς λέξεως (Ι καὶ ΙΙ). ΙΙΙ. ἡ ὀρθία δοκὸς γεράνου, Schneid Βιτρούβ. 10. 5.―Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ ἐπικείμενον τῶν ἱστῶν; ξύλον, καὶ ἐργαλεῖον τεκτονικὸν δελτοειδές.