δίαιτα: Difference between revisions

From LSJ

ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων → I will be ruined together with the enemy, let me die with the Philistines

Source
(13_7_1)
(6_9)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0580.png Seite 580]] ἡ, 1) Lebensart, Leben; Pind. Ol. 2, 71; P. 1, 93; δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Her. 1, 1 57; vgl. 153; Thuc. 2, 16; εἴ τι τῆς εἰωθυίας διαίτης ἐκβαίη Plat. Rep. III, 406 b; bes. in medicinischer Beziehung, vom Arzte vorgeschriebene Lebensweise, Thuc. 2, 51; ἐν διαίταις σωμάτων Plat. Legg. VII, 797 d; τοὺς φύσει τε καὶ διαίτῃ ὑγιεινῶς ἔχοντας τὰ σώματα Rep. III, 407 c; auch in moralischer Beziehung, καὶ [[φιλοσοφία]] Phaedr. 256 a. – Dah. a) Lebensunterhalt, Lebensbedürfnisse; πτωχή Soph. O. C. 751; [[εὐτελής]] Xen. Cyr. 1, 3, 2; Mem. 1, 6, 5 u. sonst; ἐπὶ διαίτῃ, παρὰ τὴν δίαιταν, bei Tisch, Sp., Ath. XII, 519 b. – b) der Aufenthalts-, Wohnort, Ar. Av. 412; δίαιταν ποιεῖσθαι ἐν ὕδατι Her. 2, 68; ἔχειν ἐν Κροίσου 1, 35; ἐν Ἄργει Thuc. 1, 135; vgl. Xen. Cyr. 8, 6, 11; ἐν τόπῳ [[δίαιτα]] Arist. 1, 6, 4, u. a. Sp., wie Plut. Poplic. 15, der es auch für »Zimmer« braucht. – 2) das Schiedsrichteramt, schiedsrichterliche Entscheidung; Plat. Legg. VI, 766 d; Andoc. 1, 88; δίαιταν ἐπιτρέψαι τινί, Dem. 59, 45; [[ὀφλεῖν]], verurtheilt sein, 29, 58, u. sonst bei den Rednern.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0580.png Seite 580]] ἡ, 1) Lebensart, Leben; Pind. Ol. 2, 71; P. 1, 93; δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Her. 1, 1 57; vgl. 153; Thuc. 2, 16; εἴ τι τῆς εἰωθυίας διαίτης ἐκβαίη Plat. Rep. III, 406 b; bes. in medicinischer Beziehung, vom Arzte vorgeschriebene Lebensweise, Thuc. 2, 51; ἐν διαίταις σωμάτων Plat. Legg. VII, 797 d; τοὺς φύσει τε καὶ διαίτῃ ὑγιεινῶς ἔχοντας τὰ σώματα Rep. III, 407 c; auch in moralischer Beziehung, καὶ [[φιλοσοφία]] Phaedr. 256 a. – Dah. a) Lebensunterhalt, Lebensbedürfnisse; πτωχή Soph. O. C. 751; [[εὐτελής]] Xen. Cyr. 1, 3, 2; Mem. 1, 6, 5 u. sonst; ἐπὶ διαίτῃ, παρὰ τὴν δίαιταν, bei Tisch, Sp., Ath. XII, 519 b. – b) der Aufenthalts-, Wohnort, Ar. Av. 412; δίαιταν ποιεῖσθαι ἐν ὕδατι Her. 2, 68; ἔχειν ἐν Κροίσου 1, 35; ἐν Ἄργει Thuc. 1, 135; vgl. Xen. Cyr. 8, 6, 11; ἐν τόπῳ [[δίαιτα]] Arist. 1, 6, 4, u. a. Sp., wie Plut. Poplic. 15, der es auch für »Zimmer« braucht. – 2) das Schiedsrichteramt, schiedsrichterliche Entscheidung; Plat. Legg. VI, 766 d; Andoc. 1, 88; δίαιταν ἐπιτρέψαι τινί, Dem. 59, 45; [[ὀφλεῖν]], verurtheilt sein, 29, 58, u. sonst bei den Rednern.
}}
{{ls
|lstext='''δίαιτα''': ἡ, (ἴδε ἐν λ. ζάω): - [[τρόπος]] ζωῆς, ἰδίως ἐν σχέσει πρὸς τὴν τροφήν, τὸν ἱματισμὸν καὶ τὴν οἴκησιν, Λατ. cultus, victusque, τὰ τῆς [[οἴκοι]] διαίτης Σοφ. Ο. Κ. 352· πτωχῷ διαίτῃ αὐτ. 751· σκληρὰς διαίτας ἐκπονεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 529· δ. ἔχειν Αἰσχύλ. Πρ. 490, Ἡρόδ. 1. 35, Θουκ. 1. 6· [[παρά]] τινι Ἡρόδ. 1. 136· δ. ποιεῖσθαι, [[διέρχομαι]] τὴν ζωήν μου, ὁ αὐτ. 2. 68 ([[ἀλλά]], δίαιταν ἐποιήσατο τῶν παίδων, ἔκαμεν αὐτοὺς νὰ ζῶσιν, ὁ αὐτ. 2. 3)· δ. ζόης μεταβάλλειν ὁ αὐτ. 1. 157, πρβλ. Θουκ. 2. 16. 2) [[κατοικία]], [[οἴκησις]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1 6, 3, Πλούτ. 2. 515Ε, κτλ.· [[οἴκημα]], [[δωμάτιον]], Λατ. diaeta (ἐν τῷ μεταγεν. Λατινισμῷ zeta), Ἀριστοφ. Βατρ. 114, Συλλ. Ἐπιγρ. 3268, Πλούτ.· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. Κοσμ. 6, 16. 3) ὡς ἰατρ. ὅρος, [[τρόπος]] ζωῆς προδιαγεγραμμένος (ὡς παρ’ ἡμῖν [[δίαιτα]]), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Πλάτ. Πολ. 404Α. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, «διαιτησία», [[ἤτοι]] ἡ διὰ διαιτητῶν [[διάλυσις]] διαφορᾶς, Σοφ. Ἠλ. 1073, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 12. 5· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[δίκη]], Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 19· ἐμμένειν τῇ δ. Ἀριστοφ. Σφηξ. 524· δίαιταν ἐπιτρέψαι τινὶ Λυσίας 893. 10, Ἱσοκρ. 373Ε, Ἰσαῖ. 54. 7· [[ὀφλεῖν]] τὴν δ. Δημ. 862. 2. 2) τὸ [[ἔργον]] ἢ [[ἀξίωμα]] τοῦ διαιτητοῦ, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 41· πρβλ. [[διαιτητής]]. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 508.
}}
}}

Revision as of 09:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίαιτα Medium diacritics: δίαιτα Low diacritics: δίαιτα Capitals: ΔΙΑΙΤΑ
Transliteration A: díaita Transliteration B: diaita Transliteration C: diaita Beta Code: di/aita

English (LSJ)

[ῐ], ἡ,

   A way of living, mode of life, τὰ τῆς οἵκοι δ. S.OC352; πτωχῷ δ. ib.751; σκληρὰς δ. ἐκπονεῖν E.Fr.525.5; δ. εὐτελέστεραι X. Cyr.1.3.2; δ. ἔχειν A.Pr.490; δίαιταν ἔχειν ἐν Κροίσου, παρὰ τῇσι γυναιξί, Hdt.1.36, 136; ξυνήθη τὴν δ. μεθ' ὅπλων ποιεῖσθαι Th.1.6; δ. ποιεῖσθαι ἐν ὕδατι pass one's life, Hdt.2.68 (but δ. ἐποιήσατο τῶν παίδων he made them live, Id.2.2); δ. τῆς ζόης μεταβάλλειν Id.1.157, cf. Th.2.16; παρὰ τὴν δ. at table, Ath.12.519b.    2 δίαιτα τοῦ οὐρανοῦ· τὸ φαγεῖν, τὸ πιεῖν, Hsch.    II dwelling, abode, Arist.EN 1096a27; κοινὴ θεῶν ἁπάντων δ. OGI383.27 (i B.C.); δ. πολιτικαί public buildings, J.AJ15.9.6; room (or, more often, suile of rooms), Ar.Ra.114, CIG3268 (prob. Smyrna), Plu.Publ.15; τὰς τῶν θεραπόντων δ. Id.2.515f; sailors' quarters in a ship, Moschion ap.Ath. 5.207c; of fishes, Arist.Mu.398b32.    2 Medic., prescribed manner of life, regimen, Hp.Vict.1.1, Pl.R.404a, etc.; esp. of diet, Hp. Fract.36, Gal.Thras.35, etc.    b state, condition, ἕλκεος Aret.SD 2.4.    III at Athens and elsewhere, arbitration, S.El.1073 (lyr.), Lexap.And.1.87; opp. δίκη, Arist.Rh.1374b20; ἐμμένειν τῇ δ. Ar. V.524; δίαιταν ἐπιτρέψαι τινί Lys.32.2, Isoc.18.13, Is.5.31 (prob.l.); ὀφλεῖν τὴν δ. to have judgement against one, D.29.58.    2 the office of arbiter, δ. λαβεῖν Hyp.Eux.31.    IV discussion, investigation, ταῦτα μακροτέρας ἐστὶ δ. Str.1.1.7; δ. ποιήσασθαι περί τινος 15.1.10. (Cf.διαιτάω.)

German (Pape)

[Seite 580] ἡ, 1) Lebensart, Leben; Pind. Ol. 2, 71; P. 1, 93; δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Her. 1, 1 57; vgl. 153; Thuc. 2, 16; εἴ τι τῆς εἰωθυίας διαίτης ἐκβαίη Plat. Rep. III, 406 b; bes. in medicinischer Beziehung, vom Arzte vorgeschriebene Lebensweise, Thuc. 2, 51; ἐν διαίταις σωμάτων Plat. Legg. VII, 797 d; τοὺς φύσει τε καὶ διαίτῃ ὑγιεινῶς ἔχοντας τὰ σώματα Rep. III, 407 c; auch in moralischer Beziehung, καὶ φιλοσοφία Phaedr. 256 a. – Dah. a) Lebensunterhalt, Lebensbedürfnisse; πτωχή Soph. O. C. 751; εὐτελής Xen. Cyr. 1, 3, 2; Mem. 1, 6, 5 u. sonst; ἐπὶ διαίτῃ, παρὰ τὴν δίαιταν, bei Tisch, Sp., Ath. XII, 519 b. – b) der Aufenthalts-, Wohnort, Ar. Av. 412; δίαιταν ποιεῖσθαι ἐν ὕδατι Her. 2, 68; ἔχειν ἐν Κροίσου 1, 35; ἐν Ἄργει Thuc. 1, 135; vgl. Xen. Cyr. 8, 6, 11; ἐν τόπῳ δίαιτα Arist. 1, 6, 4, u. a. Sp., wie Plut. Poplic. 15, der es auch für »Zimmer« braucht. – 2) das Schiedsrichteramt, schiedsrichterliche Entscheidung; Plat. Legg. VI, 766 d; Andoc. 1, 88; δίαιταν ἐπιτρέψαι τινί, Dem. 59, 45; ὀφλεῖν, verurtheilt sein, 29, 58, u. sonst bei den Rednern.

Greek (Liddell-Scott)

δίαιτα: ἡ, (ἴδε ἐν λ. ζάω): - τρόπος ζωῆς, ἰδίως ἐν σχέσει πρὸς τὴν τροφήν, τὸν ἱματισμὸν καὶ τὴν οἴκησιν, Λατ. cultus, victusque, τὰ τῆς οἴκοι διαίτης Σοφ. Ο. Κ. 352· πτωχῷ διαίτῃ αὐτ. 751· σκληρὰς διαίτας ἐκπονεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 529· δ. ἔχειν Αἰσχύλ. Πρ. 490, Ἡρόδ. 1. 35, Θουκ. 1. 6· παρά τινι Ἡρόδ. 1. 136· δ. ποιεῖσθαι, διέρχομαι τὴν ζωήν μου, ὁ αὐτ. 2. 68 (ἀλλά, δίαιταν ἐποιήσατο τῶν παίδων, ἔκαμεν αὐτοὺς νὰ ζῶσιν, ὁ αὐτ. 2. 3)· δ. ζόης μεταβάλλειν ὁ αὐτ. 1. 157, πρβλ. Θουκ. 2. 16. 2) κατοικία, οἴκησις, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1 6, 3, Πλούτ. 2. 515Ε, κτλ.· οἴκημα, δωμάτιον, Λατ. diaeta (ἐν τῷ μεταγεν. Λατινισμῷ zeta), Ἀριστοφ. Βατρ. 114, Συλλ. Ἐπιγρ. 3268, Πλούτ.· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. Κοσμ. 6, 16. 3) ὡς ἰατρ. ὅρος, τρόπος ζωῆς προδιαγεγραμμένος (ὡς παρ’ ἡμῖν δίαιτα), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Πλάτ. Πολ. 404Α. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, «διαιτησία», ἤτοι ἡ διὰ διαιτητῶν διάλυσις διαφορᾶς, Σοφ. Ἠλ. 1073, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 12. 5· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δίκη, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 19· ἐμμένειν τῇ δ. Ἀριστοφ. Σφηξ. 524· δίαιταν ἐπιτρέψαι τινὶ Λυσίας 893. 10, Ἱσοκρ. 373Ε, Ἰσαῖ. 54. 7· ὀφλεῖν τὴν δ. Δημ. 862. 2. 2) τὸ ἔργονἀξίωμα τοῦ διαιτητοῦ, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 41· πρβλ. διαιτητής. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 508.