ἔρως: Difference between revisions
(13_7_2) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1040.png Seite 1040]] ωτος, ὁ, acc. auch ἔρων, Alex. Aetol. 12 Plat. ep. 30 (IX, 39), (vgl. [[ἔρος]]), die <b class="b2">Liebe</b>, bei Hom. stets von der Geschlechtsliebe; in der Il. [[ἔρως]] φρένας ἀμφεκάλυψε, Liebe umhüllte, umfing die Sinne, 3, 442. 14, 294; in der Od. ἔρω δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, 18, 212, wird richtiger mit Bekker ἔρῳ geschrieben u. auf [[ἔρος]] zurückgeführt; auch in der Il. ist die letzte Sylbe durch Position lang u. dah. wahrscheinlich [[ἔρος]] zu schreiben; τινός, zu Einem, Pind; ἣ Διὸς θάλπει [[κέαρ]] ἔρωτι Aesch. Prom. 593; [[θηλυκρατής]] Ch. 592; τοῦ τῆσδ' ἔρωτος [[ἥσσων]] ἔφυ Soph. Tr. 489; ἐρῶσ' ἔρων ἔκδημον Eur. Hipp. 32; Ar. u. A.; γυναικός, Xen.; εἰς ἔρωτά τινος [[ἐλθεῖν]], sich in Jem. verliebt haben, Arr. An. 4, 19, 9; ἔρωτες, Liebeshändel, ἐκδοὺς ἑαυτὸν ἔρωσιν ἀλογίστοις Ath. XII, 511 b; νυκτερινοί ib. 542 d; Luc. –. Uebh. Liebe, Neigung, Verlangen, Trachten wonach, τοῦ ὅλου τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει [[ἔρως]] [[ὄνομα]] Plat. Conv. 192 e, vgl. Phaedr. 237 d; neben [[φιλία]] καὶ [[ἐπιθυμία]] Lys. 221 e; καὶ ἐπιθυμίας Rep. IX, 578 a; Ggstz [[φόβος]] Legg. VIII, 837 a; πατρῴας τῆσδε γῆς Aesch. Ag. 526; εὐκλείας Eum. 827; τῶν σ' [[ἔρως]] ἔχει τυχεῖν Suppl. 516; παίδων Eur. Ion 67; ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος [[τύραννος]] [[γενέσθαι]], indem er darnach strebte, Her. 5, 32; [[ἔρως]] αὐτὸν ἔσχε τῶν σκηνημάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; [[ἔρως]] ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι Thuc. 6, 24; δεινῶς διάκεινται ἔρωτι τοῦ ὀνομαστοὶ [[γενέσθαι]], aus dem Streben berühmt zu werden, Plat. Conv. 208 c; [[περί]] τι, Legg. VI, 782 e u. Folgde; ὁ πρὸς τοὺς λόγους [[ἔρως]] Luc. Nigr.; – der Gegenstand der Liebe, Luc. Tim. 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1040.png Seite 1040]] ωτος, ὁ, acc. auch ἔρων, Alex. Aetol. 12 Plat. ep. 30 (IX, 39), (vgl. [[ἔρος]]), die <b class="b2">Liebe</b>, bei Hom. stets von der Geschlechtsliebe; in der Il. [[ἔρως]] φρένας ἀμφεκάλυψε, Liebe umhüllte, umfing die Sinne, 3, 442. 14, 294; in der Od. ἔρω δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, 18, 212, wird richtiger mit Bekker ἔρῳ geschrieben u. auf [[ἔρος]] zurückgeführt; auch in der Il. ist die letzte Sylbe durch Position lang u. dah. wahrscheinlich [[ἔρος]] zu schreiben; τινός, zu Einem, Pind; ἣ Διὸς θάλπει [[κέαρ]] ἔρωτι Aesch. Prom. 593; [[θηλυκρατής]] Ch. 592; τοῦ τῆσδ' ἔρωτος [[ἥσσων]] ἔφυ Soph. Tr. 489; ἐρῶσ' ἔρων ἔκδημον Eur. Hipp. 32; Ar. u. A.; γυναικός, Xen.; εἰς ἔρωτά τινος [[ἐλθεῖν]], sich in Jem. verliebt haben, Arr. An. 4, 19, 9; ἔρωτες, Liebeshändel, ἐκδοὺς ἑαυτὸν ἔρωσιν ἀλογίστοις Ath. XII, 511 b; νυκτερινοί ib. 542 d; Luc. –. Uebh. Liebe, Neigung, Verlangen, Trachten wonach, τοῦ ὅλου τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει [[ἔρως]] [[ὄνομα]] Plat. Conv. 192 e, vgl. Phaedr. 237 d; neben [[φιλία]] καὶ [[ἐπιθυμία]] Lys. 221 e; καὶ ἐπιθυμίας Rep. IX, 578 a; Ggstz [[φόβος]] Legg. VIII, 837 a; πατρῴας τῆσδε γῆς Aesch. Ag. 526; εὐκλείας Eum. 827; τῶν σ' [[ἔρως]] ἔχει τυχεῖν Suppl. 516; παίδων Eur. Ion 67; ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος [[τύραννος]] [[γενέσθαι]], indem er darnach strebte, Her. 5, 32; [[ἔρως]] αὐτὸν ἔσχε τῶν σκηνημάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; [[ἔρως]] ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι Thuc. 6, 24; δεινῶς διάκεινται ἔρωτι τοῦ ὀνομαστοὶ [[γενέσθαι]], aus dem Streben berühmt zu werden, Plat. Conv. 208 c; [[περί]] τι, Legg. VI, 782 e u. Folgde; ὁ πρὸς τοὺς λόγους [[ἔρως]] Luc. Nigr.; – der Gegenstand der Liebe, Luc. Tim. 14. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔρως''': -ωτος, ὁ: περὶ τῆς δοτ. ἔρῳ ἀντὶ ἔρωτι ἴδε ἐν λ. [[ἔρος]]˙ παρὰ ποιητ. ἔχομεν αἰτ. ἔρων ἀντὶ ἔρωτα, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. 459 (9. 39): ([[ἔραμαι]], [[ἐράω]]). Νεώτερος [[τύπος]] τοῦ Ἐπικ. καὶ Λυρ. [[ἔρος]], [[ἔνθερμος]] [[ἀγάπη]], κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ σαρκικοῦ μεταξὺ τῶν δύο γενῶν πάθους (περὶ τῶν Ὁμηρικῶν χωρίων ἴδε ἐν λ. [[ἔρος]])˙ [[ἔρως]] θηλυκρατὴς Αἰσχύλ. Χο. 600˙ [[ἔρως]] ἀνίκατε μάχαν κτλ. Σοφ. Ἀντ. 781 κἑξ.˙ ἔρωτ’ ἐρᾶν Εὐρ. Ἱππ. 32˙ ὁ τῆσδ’ [[ἔρως]], ὁ πρὸς αὐτὴν [[ἔρως]], Σοφ. Τρ. 433, Εὐρ. Ἴων. 67˙ [[πρός]] τινα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, ἐν ἀρχῇ: - [[καθόλου]], [[ἔρως]], ἐπιθυμία πράγματός τινος, [[ἔρως]] πατρῴας τῆσδε γῆς Αἰσχύλ. Ἀγ. 540, Εὐμ. 865, κτλ.˙ [[περί]] τι Πλάτ. Νόμ. 782 Ε˙ [[πρός]] τι Λουκ. Νιγρ. ἐν ἀρχῇ: ἔχω ἔρωτά τινος Ἡρόδ. 5. 32˙ [[ἔρως]] ἔχει με Αἰσχύλ. Ἱκ. 521, Σοφ. Ἀποσπ. 690˙ [[ἔρως]] ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 368˙ [[ἔρως]] ἐμπίπτει μοι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 341, Θουκ. 6. 24˙ εἰς ἔρωτά τινος ἀφικέσθαι Ἀντιφάνης ἐν «Ὑδρίᾳ» 1. 3˙ ἐλθεῖν Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2: - ἐν τῷ πληθ. ἔρωτες, Λατ. amores, Πινδ. Ν. 3. 51, κτλ.˙ οὐχ ὅσιοι ἔρ. Εὐρ. Ἱππ. 764˙ ἔρωτες ἐμᾶς πόλεως Ἀριστοφ. Ὄρν. 1316, κτλ. 2) τὸ [[πρᾶγμα]] ὃ ἐρᾷ τις, ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι, «τῶν οὖν ἀμηχάνων ἐρώτων, φησίν, ἐπιθυμίαι ὀξυτέρας ἔχουσι τὰς μανίας» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. ἐν τέλ.˙ οὐδ’ ἐπ’ ἀδείας χρωμένους τῷ ἔρωτι κυρίους γε ὄντας, ἐπὶ φιλαργύρων, Λουκ. Τίμ. 14. 3) ἐν Σοφ. Αἴ. 693, ἐπὶ ὑπερβολικῆς χαρᾶς, πρβλ. [[φρίσσω]] ΙΙ. 4. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], ὁ θεὸς Ἔρως, Amor, Ἀνακρ. 64, Σοφ. Ἀντ. 781, Εὐρ. Ἱππ. 525 κἑξ., κτλ.˙ ὁ ἀρχαιότατος τῶν θεῶν καθ’ Ἡσ. (ἴδε [[ἔρος]]), πρβλ. Παρμεν. 132: - ἐν τῷ πληθ., Σιμωνίδ. 116, κτλ.˙ πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου mater Cupidinum. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 5 August 2017
English (LSJ)
ωτος, ὁ, acc. ἔρων for
A ἔρωτα Alex.Aet.3.12, AP9.39 (Musicius) : in Ep. and Lyr. usu. ἔρος (q. v.) : (ἕραμαι, ἐράω A):—love, mostly of the sexual passion, θηλυκρατὴς ἔ. A.Ch.600 (lyr.) ; ἐρῶσ' ἔρωτ' ἔκδημον E.Hipp.32 ; ἔ. τινός love for one, S.Tr.433 ; παίδων E. Ion67 : generally, love of a thing, desire for i it, πατρῴας γῆς A.Ag.540 ; δεινὸς εὐκλείας ἔ. Id.Eu.865, etc. ; ἔχειν ἔμφυτον ἔρωτα περί τι Pl.Lg. 782e ; πρὸς τοὺς λόγους Luc.Nigr.Praef.; ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσθαι Hdt.5.32 ; ἔ. ἔχει με c. inf., A.Supp.521 ; θανόντι κείνῳ συνθανεῖν ἔρως μ' ἔχει S.Fr.953 ; αὐτοῖς ἦν ἔρως θρόνους ἐᾶσθαι Id.OC367 ; ἔ. ἐμπίπτει μοι c. inf., A.Ag.341, cf. Th.6.24 ; εἰς ἔρωτά τινος ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν, Antiph.212.3,Anaxil.21.5 : pl., loves, amours, ἀλλοτρίων Pi.N.3.30 ; οὐχ ὅσιοι ἔ. E.Hipp.765 (lyr.) ; ἔρωτες ἐμᾶς πόλεως Ar.Av.1316 (lyr.), etc. ; of dolphins, πρὸς παῖδας Arist.HA631a10 : generally, desires, S.Ant.617 (lyr.). 2 object of love or desire, ἀπρόσικτοι ἔρωτες Pi.N.11.48, cf. Luc.Tim.14. 3 passionate joy, S.Aj.693 (lyr.). II pr. n., the god of love, Anacr.65, Parm.13, E.Hipp.525 (lyr.), etc. ; Έ. ἀνίκατε μάχαν S.Ant.781 (lyr.) : in pl., Simon.184.3, etc. III at Nicaea, a funeral wreath, EM379.54. IV name of the κλῆρος Ἀφροδίτης, Cat.Cod.Astr.1.168 ; = third κλῆρος, Paul.Al.K.3 ; one of the τόποι, Vett.Val.69.16.
German (Pape)
[Seite 1040] ωτος, ὁ, acc. auch ἔρων, Alex. Aetol. 12 Plat. ep. 30 (IX, 39), (vgl. ἔρος), die Liebe, bei Hom. stets von der Geschlechtsliebe; in der Il. ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε, Liebe umhüllte, umfing die Sinne, 3, 442. 14, 294; in der Od. ἔρω δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, 18, 212, wird richtiger mit Bekker ἔρῳ geschrieben u. auf ἔρος zurückgeführt; auch in der Il. ist die letzte Sylbe durch Position lang u. dah. wahrscheinlich ἔρος zu schreiben; τινός, zu Einem, Pind; ἣ Διὸς θάλπει κέαρ ἔρωτι Aesch. Prom. 593; θηλυκρατής Ch. 592; τοῦ τῆσδ' ἔρωτος ἥσσων ἔφυ Soph. Tr. 489; ἐρῶσ' ἔρων ἔκδημον Eur. Hipp. 32; Ar. u. A.; γυναικός, Xen.; εἰς ἔρωτά τινος ἐλθεῖν, sich in Jem. verliebt haben, Arr. An. 4, 19, 9; ἔρωτες, Liebeshändel, ἐκδοὺς ἑαυτὸν ἔρωσιν ἀλογίστοις Ath. XII, 511 b; νυκτερινοί ib. 542 d; Luc. –. Uebh. Liebe, Neigung, Verlangen, Trachten wonach, τοῦ ὅλου τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα Plat. Conv. 192 e, vgl. Phaedr. 237 d; neben φιλία καὶ ἐπιθυμία Lys. 221 e; καὶ ἐπιθυμίας Rep. IX, 578 a; Ggstz φόβος Legg. VIII, 837 a; πατρῴας τῆσδε γῆς Aesch. Ag. 526; εὐκλείας Eum. 827; τῶν σ' ἔρως ἔχει τυχεῖν Suppl. 516; παίδων Eur. Ion 67; ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσθαι, indem er darnach strebte, Her. 5, 32; ἔρως αὐτὸν ἔσχε τῶν σκηνημάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι Thuc. 6, 24; δεινῶς διάκεινται ἔρωτι τοῦ ὀνομαστοὶ γενέσθαι, aus dem Streben berühmt zu werden, Plat. Conv. 208 c; περί τι, Legg. VI, 782 e u. Folgde; ὁ πρὸς τοὺς λόγους ἔρως Luc. Nigr.; – der Gegenstand der Liebe, Luc. Tim. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρως: -ωτος, ὁ: περὶ τῆς δοτ. ἔρῳ ἀντὶ ἔρωτι ἴδε ἐν λ. ἔρος˙ παρὰ ποιητ. ἔχομεν αἰτ. ἔρων ἀντὶ ἔρωτα, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. 459 (9. 39): (ἔραμαι, ἐράω). Νεώτερος τύπος τοῦ Ἐπικ. καὶ Λυρ. ἔρος, ἔνθερμος ἀγάπη, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ σαρκικοῦ μεταξὺ τῶν δύο γενῶν πάθους (περὶ τῶν Ὁμηρικῶν χωρίων ἴδε ἐν λ. ἔρος)˙ ἔρως θηλυκρατὴς Αἰσχύλ. Χο. 600˙ ἔρως ἀνίκατε μάχαν κτλ. Σοφ. Ἀντ. 781 κἑξ.˙ ἔρωτ’ ἐρᾶν Εὐρ. Ἱππ. 32˙ ὁ τῆσδ’ ἔρως, ὁ πρὸς αὐτὴν ἔρως, Σοφ. Τρ. 433, Εὐρ. Ἴων. 67˙ πρός τινα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, ἐν ἀρχῇ: - καθόλου, ἔρως, ἐπιθυμία πράγματός τινος, ἔρως πατρῴας τῆσδε γῆς Αἰσχύλ. Ἀγ. 540, Εὐμ. 865, κτλ.˙ περί τι Πλάτ. Νόμ. 782 Ε˙ πρός τι Λουκ. Νιγρ. ἐν ἀρχῇ: ἔχω ἔρωτά τινος Ἡρόδ. 5. 32˙ ἔρως ἔχει με Αἰσχύλ. Ἱκ. 521, Σοφ. Ἀποσπ. 690˙ ἔρως ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 368˙ ἔρως ἐμπίπτει μοι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 341, Θουκ. 6. 24˙ εἰς ἔρωτά τινος ἀφικέσθαι Ἀντιφάνης ἐν «Ὑδρίᾳ» 1. 3˙ ἐλθεῖν Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2: - ἐν τῷ πληθ. ἔρωτες, Λατ. amores, Πινδ. Ν. 3. 51, κτλ.˙ οὐχ ὅσιοι ἔρ. Εὐρ. Ἱππ. 764˙ ἔρωτες ἐμᾶς πόλεως Ἀριστοφ. Ὄρν. 1316, κτλ. 2) τὸ πρᾶγμα ὃ ἐρᾷ τις, ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι, «τῶν οὖν ἀμηχάνων ἐρώτων, φησίν, ἐπιθυμίαι ὀξυτέρας ἔχουσι τὰς μανίας» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. ἐν τέλ.˙ οὐδ’ ἐπ’ ἀδείας χρωμένους τῷ ἔρωτι κυρίους γε ὄντας, ἐπὶ φιλαργύρων, Λουκ. Τίμ. 14. 3) ἐν Σοφ. Αἴ. 693, ἐπὶ ὑπερβολικῆς χαρᾶς, πρβλ. φρίσσω ΙΙ. 4. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, ὁ θεὸς Ἔρως, Amor, Ἀνακρ. 64, Σοφ. Ἀντ. 781, Εὐρ. Ἱππ. 525 κἑξ., κτλ.˙ ὁ ἀρχαιότατος τῶν θεῶν καθ’ Ἡσ. (ἴδε ἔρος), πρβλ. Παρμεν. 132: - ἐν τῷ πληθ., Σιμωνίδ. 116, κτλ.˙ πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου mater Cupidinum.