στεῦμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(13_7_1)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0938.png Seite 938]] ep. descclives dep., das bei Hom. öfters, aber nur in der 3. Person sing. ind. praes. u. imperf. στεῦται, στεῦτο vorkommt; – eigtl. wohl = dastehen, στεῦτο δὲ διψάων, dürstend stand er da, Od. 11, 584, welche Stelle aber die alten Gramm. als unächt verwerfen; sonst mit dem int., = sich anstellen, als wolle man Etwas thun, Miene machen, verheißen, drohen, behaupten; κατὰ διάνοιαν ὁρίζεσθαι ecklärte Aristarch, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 98, und vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 192; Il. 2, 597 στεῦτο γὰρ εὐχόμενος νικησέμεν, er bestand darauf, er werde siegen, u. so mit dem int. tut. 3, 83. 9, 241. 18, 191. 21, 455; auch Ἥρῃ στεῦτ' ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι, er versprach ihr zu kämpfen, 5, 832; c. int. aor., στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι, Od. 17, 525, er behauptet gehört zu haben; – Aesch. auch in der 3. Pers. plur., στεῦνται δ' ἱεροῦ Τμώλου πελάται ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι, sie versprechen, drohen, Pers. 49.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0938.png Seite 938]] ep. descclives dep., das bei Hom. öfters, aber nur in der 3. Person sing. ind. praes. u. imperf. στεῦται, στεῦτο vorkommt; – eigtl. wohl = dastehen, στεῦτο δὲ διψάων, dürstend stand er da, Od. 11, 584, welche Stelle aber die alten Gramm. als unächt verwerfen; sonst mit dem int., = sich anstellen, als wolle man Etwas thun, Miene machen, verheißen, drohen, behaupten; κατὰ διάνοιαν ὁρίζεσθαι ecklärte Aristarch, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 98, und vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 192; Il. 2, 597 στεῦτο γὰρ εὐχόμενος νικησέμεν, er bestand darauf, er werde siegen, u. so mit dem int. tut. 3, 83. 9, 241. 18, 191. 21, 455; auch Ἥρῃ στεῦτ' ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι, er versprach ihr zu kämpfen, 5, 832; c. int. aor., στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι, Od. 17, 525, er behauptet gehört zu haben; – Aesch. auch in der 3. Pers. plur., στεῦνται δ' ἱεροῦ Τμώλου πελάται ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι, sie versprechen, drohen, Pers. 49.
}}
{{ls
|lstext='''στεῦμαι''': Ἐπικ. ἀποθ., ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ ἐνεστ. καὶ παρατ., στεῦται, στεῦτο, καὶ [[ἅπαξ]] παρ’ Αἰσχύλ. ἐν τῷ γ΄ πληθ. στεῦνται· α΄ ἑνικ. [[στεῦμαι]] μόνον ἐν τοῖς Ὀρφ. Λιθ. 82. Ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., προσποιοῦμαι ὡς ἐὰν [[ἤθελον]] ..., ὑπόσχομαι ἢ ἀπειλῶ ὅτι θά ..., στεῦται γάρ τι [[ἔπος]] ἐρέειν Ἰλ. Γ. 83· στεῦτο γὰρ ... νικησέμεν Β. 597· στεῦται γὰρ [[νηῶν]] ἀποκόψειν [[ἄκρα]] κόρυμβα Ι. 241· στεῦτο γὰρ. οἰσέμεν [[ἔντεα]] καλὰ Σ. 191· στεῦτο... ἀπολεψέμεν οὔατα χαλκῷ Φ. 455· ἐμοί τε καὶ Ἡρῃ στεῦτ’ ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι Ε. 832· [[ἅπαξ]] μετ’ ἀπαρ. ἀορ., στεῦται δ’ Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι Ὀδ. Ρ. 525· οὕτω, στεῦται .... ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι Αἰσχύλ. Πέρσ. 49· μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., στεῦται δ' Ἡλίου [[γόνος]] ἔμμεναι, καυχᾶται ὅτι [[εἶναι]] ..., Ἀπολλ. Ρόδ. 1204· - ἀπολ., [[ἅπαξ]] ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ, στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ’ οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι, κατέβαλλε προσπαθείας ἐν τῇ δίψῃ του, Λ. 584. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ΣΤΥ, ΣΤΕϜ, ἴδε ἐν λέξ. [[στύω]], [[στῦλος]]· [[ὥστε]] ἡ πρώτη [[σημασία]] θὰ ἦτο, ὑψοῦμαι, [[ἀνεγείρω]] ἢ ἀνορθώνω ἐμαυτόν, [[ἀγωνίζομαι]], [[καταβάλλω]] προσπαθείας· καὶ [[οὕτως]] ἐλαμβάνετο παρ’ Ἀριστάρχῳ, κατὰ διάνοιαν ὡρίζετο, οὐκ ἐπὶ τῆς τῶν ποδῶν στάσεως Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Β. 597, πρβλ. Ἀπολλων. Λεξ., Ἡσύχ.).
}}
}}

Revision as of 09:48, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεῦμαι Medium diacritics: στεῦμαι Low diacritics: στεύμαι Capitals: ΣΤΕΥΜΑΙ
Transliteration A: steûmai Transliteration B: steumai Transliteration C: steymai Beta Code: steu=mai

English (LSJ)

Epic Verb, used by Hom. only in 3sg. pres. and impf., στεῦται, στεῦτο, once by A. in 3sg. στεῦται; 1sg. στεῦμαι cj. for ὑπισχνοῦμαι in Orph.L.82, 3pl. impf.

   A στεῦντο Maiist.60:—In Il. always with inf. fut., make as if one would... promise or threaten that one will . ., στεῦται γάρ τι ἔπος ἐρέειν Il.3.83; στεῦτο γὰρ εὐχόμενος νικησέμεν 2.597; στεῦται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα 9.241; στεῦτο γὰρ . . οἰσέμεν ἔντεα καλά 18.191; στεῦτο . . ἀπολεψέμεν οὔατα χαλκῷ 21.455; ἐμοί τε καὶ Ἥρῃ στεῦτ' ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι 5.832; once with inf. aor., στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι declares he has heard of O., Od.17.525; στεῦται . . ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι A.Pers.49 (anap.); with inf. pres., στεῦται δ' Ἠελίου γόνος ἔμμεναι boasts that he is... A.R.2.1204; with acc. and inf. pres., στεῦντο θεοπλήγεσσιν ἐοικότας εἰδώλοισιν ἔμμεναι ἢ λάεσσιν declared that they were... Maiist. l.c.: abs. once in Od., στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ' οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι he made eager efforts in his thirst, 11.584. (Aristarch. seems to have connected it with ἵστημι: τὸ στεῦτο κατὰ διάνοιαν ὡρίζετο, οὐκ ἐπὶ τῆς τῶν ποδῶν στάσεως, Sch.Il.2.597, cf. Apollon. Lex., Hsch.: but more prob. στεῦτο (from *στεῦστο with dissimilation) corresponds to Ved. asto[snull ][tnull ]a 'solemnly proclaimed concerning himself', 3sg. sigmatic aor. middle of stu-.)

German (Pape)

[Seite 938] ep. descclives dep., das bei Hom. öfters, aber nur in der 3. Person sing. ind. praes. u. imperf. στεῦται, στεῦτο vorkommt; – eigtl. wohl = dastehen, στεῦτο δὲ διψάων, dürstend stand er da, Od. 11, 584, welche Stelle aber die alten Gramm. als unächt verwerfen; sonst mit dem int., = sich anstellen, als wolle man Etwas thun, Miene machen, verheißen, drohen, behaupten; κατὰ διάνοιαν ὁρίζεσθαι ecklärte Aristarch, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 98, und vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 192; Il. 2, 597 στεῦτο γὰρ εὐχόμενος νικησέμεν, er bestand darauf, er werde siegen, u. so mit dem int. tut. 3, 83. 9, 241. 18, 191. 21, 455; auch Ἥρῃ στεῦτ' ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι, er versprach ihr zu kämpfen, 5, 832; c. int. aor., στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι, Od. 17, 525, er behauptet gehört zu haben; – Aesch. auch in der 3. Pers. plur., στεῦνται δ' ἱεροῦ Τμώλου πελάται ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι, sie versprechen, drohen, Pers. 49.

Greek (Liddell-Scott)

στεῦμαι: Ἐπικ. ἀποθ., ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ ἐνεστ. καὶ παρατ., στεῦται, στεῦτο, καὶ ἅπαξ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν τῷ γ΄ πληθ. στεῦνται· α΄ ἑνικ. στεῦμαι μόνον ἐν τοῖς Ὀρφ. Λιθ. 82. Ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., προσποιοῦμαι ὡς ἐὰν ἤθελον ..., ὑπόσχομαι ἢ ἀπειλῶ ὅτι θά ..., στεῦται γάρ τι ἔπος ἐρέειν Ἰλ. Γ. 83· στεῦτο γὰρ ... νικησέμεν Β. 597· στεῦται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα Ι. 241· στεῦτο γὰρ. οἰσέμεν ἔντεα καλὰ Σ. 191· στεῦτο... ἀπολεψέμεν οὔατα χαλκῷ Φ. 455· ἐμοί τε καὶ Ἡρῃ στεῦτ’ ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι Ε. 832· ἅπαξ μετ’ ἀπαρ. ἀορ., στεῦται δ’ Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι Ὀδ. Ρ. 525· οὕτω, στεῦται .... ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι Αἰσχύλ. Πέρσ. 49· μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., στεῦται δ' Ἡλίου γόνος ἔμμεναι, καυχᾶται ὅτι εἶναι ..., Ἀπολλ. Ρόδ. 1204· - ἀπολ., ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ, στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ’ οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι, κατέβαλλε προσπαθείας ἐν τῇ δίψῃ του, Λ. 584. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι ΣΤΥ, ΣΤΕϜ, ἴδε ἐν λέξ. στύω, στῦλος· ὥστε ἡ πρώτη σημασία θὰ ἦτο, ὑψοῦμαι, ἀνεγείρω ἢ ἀνορθώνω ἐμαυτόν, ἀγωνίζομαι, καταβάλλω προσπαθείας· καὶ οὕτως ἐλαμβάνετο παρ’ Ἀριστάρχῳ, κατὰ διάνοιαν ὡρίζετο, οὐκ ἐπὶ τῆς τῶν ποδῶν στάσεως Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Β. 597, πρβλ. Ἀπολλων. Λεξ., Ἡσύχ.).