στρατόπεδον: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(13_6a)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] τό, eigtl. der Boden, auf dem die Krieger sich gelagert haben (s. Her. 2, 154 u. nom. propr.), das <b class="b2">Heerlager</b>; μεθεῖται στρατὸς [[στρατόπεδον]] λιπών, Aesch. Spt. 79, Soph. Phil. 10; Eur. Rhes. 593 u. öfter, Her. u. sonst in Prosa gelagertes Heer, übh. Heerschaar, στρατοπέδῳ πορεύεσθαι, Isocr. 4, 87; συνταράττειν τὸ στρ., 4, 147; τάξαι τὸ [[στρατόπεδον]], Plat. Legg. III, 687 a, der auch gegenüberstellt [[εἴτε]] πόλει [[εἴτε]] στρατοπέδῳ, Rep. I, 351 e, auch die Flotte, Thuc. 1, 117; Lys. 21, 6; Xen. Cyr. 3, 3, 27 u. öfter; bei Pol. auch die röm. legio, 1, 16, 2. 26. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] τό, eigtl. der Boden, auf dem die Krieger sich gelagert haben (s. Her. 2, 154 u. nom. propr.), das <b class="b2">Heerlager</b>; μεθεῖται στρατὸς [[στρατόπεδον]] λιπών, Aesch. Spt. 79, Soph. Phil. 10; Eur. Rhes. 593 u. öfter, Her. u. sonst in Prosa gelagertes Heer, übh. Heerschaar, στρατοπέδῳ πορεύεσθαι, Isocr. 4, 87; συνταράττειν τὸ στρ., 4, 147; τάξαι τὸ [[στρατόπεδον]], Plat. Legg. III, 687 a, der auch gegenüberstellt [[εἴτε]] πόλει [[εἴτε]] στρατοπέδῳ, Rep. I, 351 e, auch die Flotte, Thuc. 1, 117; Lys. 21, 6; Xen. Cyr. 3, 3, 27 u. öfter; bei Pol. auch die röm. legio, 1, 16, 2. 26. 6.
}}
{{ls
|lstext='''στρᾰτόπεδον''': τό, τὸ [[ἔδαφος]] ἐφ’ οὗ οἱ στρατιῶται καταλύουσιν, Ἡρόδ. 5. 63, Αἰσχύλ. Θήβ. 79· [[οὕτως]] ἐν Ἡροδ. 2. 154, Στρατόπεδα καλεῖται [[μέρος]] τι τῆς Αἰγύπτου, πρβλ. 112· - [[ἐντεῦθεν]], στρατὸς καταλύσας που, ἐστρατοπεδευμένος, ὁ αὐτ. 4. 114, Σοφ. Φιλ. 10, κτλ.· ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν σημασιῶν, Θουκ. 3. 81. 2) ἐν Ρώμῃ, τὰ Castra Praetoriana. ΙΙ. [[καθόλου]], [[στρατός]], [[στράτευμα]], Ἡρόδ. 1. 76, 9. 51, 53· [[ὡσαύτως]], [[στόλος]] πλοίων, ναυτικὴ [[μοῖρα]], ὁ αὐτ. 8. 94, Θουκ. 1.117, Λυσ. 162. 9· στρ. ναυτικὰ καὶ πεζικὰ Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 18. 2) τὸ Ἑλληνικὸν [[ὄνομα]] τῆς παρὰ Ρωμαίοις λεγεῶνος, Πολύβ. 1. 16, 2, κτλ. ΙΙΙ. ἡ [[ἀκολουθία]] τοῦ αὐτοκράτορος ἢ τοῦ ἀντιπροσώπου [[αὐτοῦ]], Βυζ.
}}
}}

Revision as of 09:50, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτόπεδον Medium diacritics: στρατόπεδον Low diacritics: στρατόπεδον Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΝ
Transliteration A: stratópedon Transliteration B: stratopedon Transliteration C: stratopedon Beta Code: strato/pedon

English (LSJ)

τό,

   A camp, encampment, Id.5.63, A. Th. 79 (lyr.), S.Ph.10, Gal.15.709; Στρατόπεδα, name of a part of Egypt, Hdt.2.154, cf. 112: hence, encamped army, Id.4.114, Gal.15.119, etc.; in both senses, Th.2.81.    2 at Rome, the Castra Praetoriana, D.C. 60.1, al.    II generally, army, Hdt.1.77, 9.51,53; also, squadron of ships, Id.8.94, Th.1.117, Lys.21.6, IG12.105.29; σ. ναυτικὰ καὶ πεζικά X.HG6.3.18.    2 the Roman legion, Plb.1.16.2, BGU362 xi 15 (iii A.D.), D.C.55.23, etc.    III the court or suite of the emperor or his representative, Jul.Ep.46.

German (Pape)

[Seite 952] τό, eigtl. der Boden, auf dem die Krieger sich gelagert haben (s. Her. 2, 154 u. nom. propr.), das Heerlager; μεθεῖται στρατὸς στρατόπεδον λιπών, Aesch. Spt. 79, Soph. Phil. 10; Eur. Rhes. 593 u. öfter, Her. u. sonst in Prosa gelagertes Heer, übh. Heerschaar, στρατοπέδῳ πορεύεσθαι, Isocr. 4, 87; συνταράττειν τὸ στρ., 4, 147; τάξαι τὸ στρατόπεδον, Plat. Legg. III, 687 a, der auch gegenüberstellt εἴτε πόλει εἴτε στρατοπέδῳ, Rep. I, 351 e, auch die Flotte, Thuc. 1, 117; Lys. 21, 6; Xen. Cyr. 3, 3, 27 u. öfter; bei Pol. auch die röm. legio, 1, 16, 2. 26. 6.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτόπεδον: τό, τὸ ἔδαφος ἐφ’ οὗ οἱ στρατιῶται καταλύουσιν, Ἡρόδ. 5. 63, Αἰσχύλ. Θήβ. 79· οὕτως ἐν Ἡροδ. 2. 154, Στρατόπεδα καλεῖται μέρος τι τῆς Αἰγύπτου, πρβλ. 112· - ἐντεῦθεν, στρατὸς καταλύσας που, ἐστρατοπεδευμένος, ὁ αὐτ. 4. 114, Σοφ. Φιλ. 10, κτλ.· ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν σημασιῶν, Θουκ. 3. 81. 2) ἐν Ρώμῃ, τὰ Castra Praetoriana. ΙΙ. καθόλου, στρατός, στράτευμα, Ἡρόδ. 1. 76, 9. 51, 53· ὡσαύτως, στόλος πλοίων, ναυτικὴ μοῖρα, ὁ αὐτ. 8. 94, Θουκ. 1.117, Λυσ. 162. 9· στρ. ναυτικὰ καὶ πεζικὰ Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 18. 2) τὸ Ἑλληνικὸν ὄνομα τῆς παρὰ Ρωμαίοις λεγεῶνος, Πολύβ. 1. 16, 2, κτλ. ΙΙΙ. ἡ ἀκολουθία τοῦ αὐτοκράτορος ἢ τοῦ ἀντιπροσώπου αὐτοῦ, Βυζ.