μῶνυξ: Difference between revisions
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
(13_4) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0226.png Seite 226]] υχος, statt [[μονῶνυξ]], einhufig, mit ungespaltenen Klauen, ἵπποι, Il. 5, 236. 581. 8, 136. 16, 172 Od. 15, 46; Eur. Phoen. 799; Plat. stellt gegenüber τῷ σχιστῷ καὶ τῷ καλουμένῳ μώνυχι, Polit. 265 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0226.png Seite 226]] υχος, statt [[μονῶνυξ]], einhufig, mit ungespaltenen Klauen, ἵπποι, Il. 5, 236. 581. 8, 136. 16, 172 Od. 15, 46; Eur. Phoen. 799; Plat. stellt gegenüber τῷ σχιστῷ καὶ τῷ καλουμένῳ μώνυχι, Polit. 265 d. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μῶνυξ''': -ῠχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[πόδα]] μὲ ἕνα ἀδιαίρετον ὄνυχα, ὁπλήν, Λατ. solipes, ἐπίθ. τοῦ ἵππου, συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ.· [[ἅπαξ]] δὲ ἐν τῇ Ὀδ., δηλ. Ο. 46· οὕτω Σόλων 13, Εὐρ. Φοίν. 793· [[ὡσαύτως]], μ. ὗες Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 2. 1, 31· - κατὰ δοτ. [[μετὰ]] οὐδ. οὐσιαστ., γένει τῷ μώνυχι Πλάτ. Πολιτ. 2651). (Τὴν ἐκ τοῦ μόνον, [[ὄνυξ]], ἐτυμολογίαν δυσκόλως δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον μοῦνος, τὸ δὲ [[μῶνυξ]] πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ πρὸς τὸ μουνόνυξ. Ἡ [[ἔνστασις]] ὅτι τὸ [[μόνος]] δὲν σημαίνει «εἷς καὶ [[μόνος]]» ἀναιρεῖται ἐκ τῶν συνθέτων λέξεων [[μονόχηλος]], [[μονολέων]], [[μονόλυκος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:51, 5 August 2017
English (LSJ)
ῠχος, ὁ, ἡ, τό,
A with a single, i.e. uncloven, hoof, epith. of the horse, freq. in Il., 5.236, al.; once in Od., 15.46, cf. Sol.23, E.Ph. 793 (lyr., dub.l.), Stud.Pont.3.16 (ii/i B.C.); also μ. ὕες Arist.HA 499b13; τὰ μ. [τῶν ζῴων] Hp.Art.8; τετραπόδων ὅσα μ. Porph.Abst. 4.7; [γένει] τῷ καλουμένῳ μώνυχι Pl.Plt.265d. (From sm- (weak form of sem-, cf. εἷς) and ὄνυξ (ὄ- lengthd. in composition).)
German (Pape)
[Seite 226] υχος, statt μονῶνυξ, einhufig, mit ungespaltenen Klauen, ἵπποι, Il. 5, 236. 581. 8, 136. 16, 172 Od. 15, 46; Eur. Phoen. 799; Plat. stellt gegenüber τῷ σχιστῷ καὶ τῷ καλουμένῳ μώνυχι, Polit. 265 d.
Greek (Liddell-Scott)
μῶνυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδα μὲ ἕνα ἀδιαίρετον ὄνυχα, ὁπλήν, Λατ. solipes, ἐπίθ. τοῦ ἵππου, συχνὸν ἐν τῇ Ἰλ.· ἅπαξ δὲ ἐν τῇ Ὀδ., δηλ. Ο. 46· οὕτω Σόλων 13, Εὐρ. Φοίν. 793· ὡσαύτως, μ. ὗες Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 2. 1, 31· - κατὰ δοτ. μετὰ οὐδ. οὐσιαστ., γένει τῷ μώνυχι Πλάτ. Πολιτ. 2651). (Τὴν ἐκ τοῦ μόνον, ὄνυξ, ἐτυμολογίαν δυσκόλως δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν τύπον μοῦνος, τὸ δὲ μῶνυξ πρέπει νὰ ἰσοδυναμῇ πρὸς τὸ μουνόνυξ. Ἡ ἔνστασις ὅτι τὸ μόνος δὲν σημαίνει «εἷς καὶ μόνος» ἀναιρεῖται ἐκ τῶν συνθέτων λέξεων μονόχηλος, μονολέων, μονόλυκος).