ὑπεκφέρω: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(13_5)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. [[φέρω]]), ein wenig hinwegtragen, heben, [[σάκος]] Il. 7, 268; – darunter heraus od. heimlich wegtragen, aus einer Gefahr, τινὰ πολέμοιο, Il. 5, 318, vgl. 15, 628; – davontragen, Od. 3, 496. – Intr., ὑπεκφέρειν ἡμέρης ὁδῷ, um eine Tagereise voraneilen, im Vorsprunge sein, Her. 4, 125; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. [[φέρω]]), ein wenig hinwegtragen, heben, [[σάκος]] Il. 7, 268; – darunter heraus od. heimlich wegtragen, aus einer Gefahr, τινὰ πολέμοιο, Il. 5, 318, vgl. 15, 628; – davontragen, Od. 3, 496. – Intr., ὑπεκφέρειν ἡμέρης ὁδῷ, um eine Tagereise voraneilen, im Vorsprunge sein, Her. 4, 125; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπεκφέρω''': [[φέρω]] [[ἠρέμα]] ἐπὶ τὰ ἔξω, ὑπεξέφερεν [[σάκος]], μετεκίνησεν αὐτὸ ὀλίγον πρὸ τὰ ἔξω [[ὥστε]] νὰ δυνηθῇ ὁ Τεῦκρος νὰ κρυβῇ [[ὄπισθεν]] [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Θ. 268· ― ἐν Χ. 202, Κῆρας ὑπεξέφερεν θανάτοιο, ἡ [[λέξις]] δυσκόλως δύναται νὰ σημαίνῃ (ὡς ὁ Heyne ἡρμήνευσεν) ἀνέβαλεν, ἐβράδυνε, καὶ ἤδη ἐγένετο δεκτὴ ἡ γραφὴ ὑπεξέφυγεν. ΙΙ. [[ἐξάγω]], ἀπομακρύνω κρυφίως, [[ὥστε]] νὰ [[εἶναι]] ἐκτὸς κινδύνου, φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο Ἰλ. Ε. 319· τυτθὸν γὰρ ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται Ο. 628· [[καθόλου]], [[ἀποσύρω]], ἀπομακρύνω, τοῖον γὰρ ὑπέκφερον ὠκέες ἵπποι (ἐξυπακ. αὐτοὺς) Ὀδ. Γ. 496· [[ἵππος]] ὑπ. τὸν ἄνδρα Πλουτ. Λουκουλλ. 17· πόδες αὐτὸν ὑπέκφερον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1264. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ὑπ. ἡμέρης ὁδῷ, προηγοῦμαι κατὰ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 4. 125, [[ὅπερ]] ἐν 4. 120 ἐκφέρεται διὰ τοῦ ἡμέρας ὁδῷ προέχειν τινός.
}}
}}

Revision as of 09:53, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκφέρω Medium diacritics: ὑπεκφέρω Low diacritics: υπεκφέρω Capitals: ΥΠΕΚΦΕΡΩ
Transliteration A: hypekphérō Transliteration B: hypekpherō Transliteration C: ypekfero Beta Code: u(pekfe/rw

English (LSJ)

   A carry out a little, ὑπεξέφερεν σάκος lifted it a little outwards, so that Teucer could take shelter under it, Il.8.268.    II carry out from under, carry off, so as to be out of danger, φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο 5.318; τυτθὸν γὰρ ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται 15.628: generally, carry away, bear onward, ὑπέκφερον ὠκέες ἵπποι (sc. αὐτούς) Od.3.496; ἵππος ὑ. τὸν ἄνδρα Plu.Luc.17; πόδες αὐτὸν ὑπέκφερον A.R.1.1264.    2 eliminate insensibly, Ruf.Ren.Ves.3.3.    III intr., ὑ. ἡμέρης ὁδῷ get on before, have the start by a day's journey, Hdt.4.125.    IV endure, πόνους Lesb.Rh.2.7.    V v.l. for ὑπεξέφυγεν in Il.22.202.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. φέρω), ein wenig hinwegtragen, heben, σάκος Il. 7, 268; – darunter heraus od. heimlich wegtragen, aus einer Gefahr, τινὰ πολέμοιο, Il. 5, 318, vgl. 15, 628; – davontragen, Od. 3, 496. – Intr., ὑπεκφέρειν ἡμέρης ὁδῷ, um eine Tagereise voraneilen, im Vorsprunge sein, Her. 4, 125; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκφέρω: φέρω ἠρέμα ἐπὶ τὰ ἔξω, ὑπεξέφερεν σάκος, μετεκίνησεν αὐτὸ ὀλίγον πρὸ τὰ ἔξω ὥστε νὰ δυνηθῇ ὁ Τεῦκρος νὰ κρυβῇ ὄπισθεν αὐτοῦ, Ἰλ. Θ. 268· ― ἐν Χ. 202, Κῆρας ὑπεξέφερεν θανάτοιο, ἡ λέξις δυσκόλως δύναται νὰ σημαίνῃ (ὡς ὁ Heyne ἡρμήνευσεν) ἀνέβαλεν, ἐβράδυνε, καὶ ἤδη ἐγένετο δεκτὴ ἡ γραφὴ ὑπεξέφυγεν. ΙΙ. ἐξάγω, ἀπομακρύνω κρυφίως, ὥστε νὰ εἶναι ἐκτὸς κινδύνου, φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο Ἰλ. Ε. 319· τυτθὸν γὰρ ὑπὲκ θανάτοιο φέρονται Ο. 628· καθόλου, ἀποσύρω, ἀπομακρύνω, τοῖον γὰρ ὑπέκφερον ὠκέες ἵπποι (ἐξυπακ. αὐτοὺς) Ὀδ. Γ. 496· ἵππος ὑπ. τὸν ἄνδρα Πλουτ. Λουκουλλ. 17· πόδες αὐτὸν ὑπέκφερον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1264. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ὑπ. ἡμέρης ὁδῷ, προηγοῦμαι κατὰ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 4. 125, ὅπερ ἐν 4. 120 ἐκφέρεται διὰ τοῦ ἡμέρας ὁδῷ προέχειν τινός.